ὑλουργός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλουργός''': -όν, ὑλουργικός, [[ξυλουργικός]], δρέπανα Διον. Ἁλ. 3. 73· ὡς οὐσιαστ. [[ὑλουργός]], ὁ, [[ξυλουργός]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 241, Ἰωσήπ. Ἰουσ. Ἀρχ. 8. 2, 6.
|lstext='''ὑλουργός''': -όν, ὑλουργικός, [[ξυλουργικός]], δρέπανα Διον. Ἁλ. 3. 73· ὡς οὐσιαστ. [[ὑλουργός]], ὁ, [[ξυλουργός]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 241, Ἰωσήπ. Ἰουσ. Ἀρχ. 8. 2, 6.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui travaille le bois.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[ἔργον]].
}}
}}