μεγακλεής: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγακλεής''': -ές, [[λίαν]] [[ἔνδοξος]], κλινόμενον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (ὡς ἐκ τοῦ μεγακλής), μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα Ὀππ. Κ. 2. 4, Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 36, 43, 93, 99, 116, 143. II. παροξ. Μεγακλέης κύρ. [[ὄνομα]] ἐν τῇ οἰκογενείᾳ τῶν Ἀλκμεωνιδῶν.
|lstext='''μεγακλεής''': -ές, [[λίαν]] [[ἔνδοξος]], κλινόμενον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (ὡς ἐκ τοῦ μεγακλής), μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα Ὀππ. Κ. 2. 4, Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 36, 43, 93, 99, 116, 143. II. παροξ. Μεγακλέης κύρ. [[ὄνομα]] ἐν τῇ οἰκογενείᾳ τῶν Ἀλκμεωνιδῶν.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très illustre.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[κλέος]].
}}
}}