σπειρηδόν: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπειρηδόν''': Ἐπίρρ., κατὰ σπείρας, ἑλικοειδῶς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 516, Ἀνθ. Π. 9. 301· σπ. γράφειν Α. Β. 1170. ΙΙ. ([[σπεῖρα]] ΙΙ) ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ σπείρας ἢ διλοχίας, manipulatim, Πολύβ. 5. 4, 9, κτλ.· ἡ σπ. [[μάχη]] Στράβ. 155.
|lstext='''σπειρηδόν''': Ἐπίρρ., κατὰ σπείρας, ἑλικοειδῶς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 516, Ἀνθ. Π. 9. 301· σπ. γράφειν Α. Β. 1170. ΙΙ. ([[σπεῖρα]] ΙΙ) ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ σπείρας ἢ διλοχίας, manipulatim, Πολύβ. 5. 4, 9, κτλ.· ἡ σπ. [[μάχη]] Στράβ. 155.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en spirales;<br /><b>2</b> par compagnies <i>ou</i> manipules.<br />'''Étymologie:''' [[σπεῖρα]], -δον.
}}
}}