διλογέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐλογέω''': ἐκ νέου [[λέγω]], [[ἐπαναλαμβάνω]], Ξεν. Ἱππαρχικ. 8, 2, Διόδ. 16. 46· ― Ρημ. ἐπίθ. -ητέον, Δημ. Φαλ. 202.
|lstext='''δῐλογέω''': ἐκ νέου [[λέγω]], [[ἐπαναλαμβάνω]], Ξεν. Ἱππαρχικ. 8, 2, Διόδ. 16. 46· ― Ρημ. ἐπίθ. -ητέον, Δημ. Φαλ. 202.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />dire deux fois la même chose.<br />'''Étymologie:''' [[δίλογος]].
}}
}}