3,277,002
edits
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διόρθωμα''': τό, τὸ διορθοῦσθαι, τακτοποίησις, Ἱππ. Ἄρθρ. 799· [[ὄργανον]] ἢ [[μέσον]] πρὸς διόρθωσιν, δ. τι ἐντιθέναι εἰς…, [[αὐτόθι]] 802. ΙΙ. [[διόρθωσις]] σφάλματος, τροποποίησις, [[βελτίωσις]], Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 23, Πλούτ. Νουμ. 17. | |lstext='''διόρθωμα''': τό, τὸ διορθοῦσθαι, τακτοποίησις, Ἱππ. Ἄρθρ. 799· [[ὄργανον]] ἢ [[μέσον]] πρὸς διόρθωσιν, δ. τι ἐντιθέναι εἰς…, [[αὐτόθι]] 802. ΙΙ. [[διόρθωσις]] σφάλματος, τροποποίησις, [[βελτίωσις]], Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 23, Πλούτ. Νουμ. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />redressement ; <i>fig.</i> réforme, amélioration.<br />'''Étymologie:''' [[διορθόω]]. | |||
}} | }} |