δίστολος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίστολος''': -ον, ζευγαρωτός, ἀνὰ δύο [[ὁμοῦ]], ἢ [[ἁπλῶς]] δύο, ἀδελφαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1055 ([[ἔνθα]] ἴδε Elmsl.)· πρβλ. [[μονόστολος]].
|lstext='''δίστολος''': -ον, ζευγαρωτός, ἀνὰ δύο [[ὁμοῦ]], ἢ [[ἁπλῶς]] δύο, ἀδελφαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1055 ([[ἔνθα]] ἴδε Elmsl.)· πρβλ. [[μονόστολος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui voyagent deux ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[στέλλω]].
}}
}}