διαπέρχομαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπέρχομαι''': ἀποθ., [[διαφεύγω]] (-ομεν ὁ εἷς [[μετὰ]] τὸν ἄλλον), περὶ στρατιωτῶν ἀποδιδρασκόντων, Δημ. 1188. 23, 1199. 7.
|lstext='''διαπέρχομαι''': ἀποθ., [[διαφεύγω]] (-ομεν ὁ εἷς [[μετὰ]] τὸν ἄλλον), περὶ στρατιωτῶν ἀποδιδρασκόντων, Δημ. 1188. 23, 1199. 7.
}}
{{bailly
|btext=déserter l’un après l’autre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀπέρχομαι]].
}}
}}