δουλεία: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δουλεία''': ἡ, Ἰων. δουληΐη, Ἀνακρ. 115, Ἡρόδ. 6. 12· ἐν Πινδ. II. 1. 147 [[δουλία]] [[χάριν]] τοῦ μέτρου· ([[δουλεύω]])· ― δουλικὴ [[κατάστασις]], ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. Θήβ. 253, Ἀγ. 360· δουλείας ζυγὰ Σοφ. Αἴ. 944· ἡ τῶν κρεισσόνων δ. Θουκ. 1. 8· ἡ ὑπὸ τῶν βαρβάρων δ. Πλάτ. 469C· ἡ [[κατάστασις]] τῶν [[πόλεων]] τῶν ὑποκειμένων τοῖς Ἀθηναίοις, Θουκ. 5. 9· ἴδε [[δουλόω]], καὶ πρβλ. Böckh Staatsh. 2. 148. ― Πρβλ. [[δουλοσύνη]]. ΙΙ. περιληπτ., οἱ δοῦλοι, δουλεύοντα δουλείαις ἐμαῖς Εὐρ. Βάκχ. 803· ἢν… ἡ δ. ἐπανιστῆται, ἂν ἡ [[τάξις]] τῶν δούλων ἐγείρῃ ἐπανάστασιν, Θουκ. 5. 23· ἡ Ἡρακλεωτῶν δ. Πλάτ. Νόμ. 776C· τὰς… Εἰλωτείας καὶ Πενεστείας καὶ δουλείας Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 22.
|lstext='''δουλεία''': ἡ, Ἰων. δουληΐη, Ἀνακρ. 115, Ἡρόδ. 6. 12· ἐν Πινδ. II. 1. 147 [[δουλία]] [[χάριν]] τοῦ μέτρου· ([[δουλεύω]])· ― δουλικὴ [[κατάστασις]], ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. Θήβ. 253, Ἀγ. 360· δουλείας ζυγὰ Σοφ. Αἴ. 944· ἡ τῶν κρεισσόνων δ. Θουκ. 1. 8· ἡ ὑπὸ τῶν βαρβάρων δ. Πλάτ. 469C· ἡ [[κατάστασις]] τῶν [[πόλεων]] τῶν ὑποκειμένων τοῖς Ἀθηναίοις, Θουκ. 5. 9· ἴδε [[δουλόω]], καὶ πρβλ. Böckh Staatsh. 2. 148. ― Πρβλ. [[δουλοσύνη]]. ΙΙ. περιληπτ., οἱ δοῦλοι, δουλεύοντα δουλείαις ἐμαῖς Εὐρ. Βάκχ. 803· ἢν… ἡ δ. ἐπανιστῆται, ἂν ἡ [[τάξις]] τῶν δούλων ἐγείρῃ ἐπανάστασιν, Θουκ. 5. 23· ἡ Ἡρακλεωτῶν δ. Πλάτ. Νόμ. 776C· τὰς… Εἰλωτείας καὶ Πενεστείας καὶ δουλείας Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 22.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> esclavage, servitude;<br /><b>2</b> soumission ; <i>particul.</i> dépendance des États sujets d’Athènes;<br /><b>II.</b> <i>collect.</i> les esclaves.<br />'''Étymologie:''' [[δουλεύω]].
}}
}}