δοῦλος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοῦλος''': ὁ, ([[ἴσως]] ἐκ τοῦ δέω =δένω· πρβλ. Ἀγγλ bond-man, Περσ. bendeh)· -[[κυρίως]], ὁ ἐκ γενετῆς [[δοῦλος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν γινόμενον ἀπὸ ἐλευθέρου δοῦλον ([[ἀνδράποδον]]) Θουκ. 8. 28· [[ἔπειτα]] [[καθόλου]], [[δοῦλος]], ἀντίθ. [[δεσπότης]]. Ἡρόδ., κτλ.· ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ θηλ. [[δούλη]], ἡ, (πρβλ. [[δώλα]])· - [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] λέγεται ἐπὶ Περσῶν καὶ ἄλλων ἐθνῶν ὑποκειμένων εἰς δεσπότην, Ἡρόδ., κτλ.· οὔ τινος δοῦλοι κέκληνται, ἐπὶ τῶν Ἐλλήνων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 242· πρβλ. [[δουλεία]], [[δουλόω]]· - χρημάτων δ., ἡ εἰς τὰ χρήματα ὑποδούλωσις, [[ὑποταγή]], Εὐρ. Ἑκ. 865· οὕτω, γνάθου δ. ὁ αὐτ. Ἀποστ. 284. 5· λιχνειῶν, λαγνειῶν Ξεν. Οἰκ. 1, 22, πρβλ Ἀπομν. 1. 3, 11· πρβλ. [[οἰκέτης]]. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[δοῦλος]], -η, -ον, ὡς το Λατ. servus, [[δουλικός]], [[ὑπόδουλος]], ὑποτεταγμένος, [[δούλη]] [[πόλις]], Σοφ. Ο. Κ. 917, Ξεν. Απομν. 4. 2, 29· γνώμαισι δούλαις, Σοφ. Τρ. 53· δ. ἔχειν βίον [[αὐτόθι]] 302· [[σῶμα]] δ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 677· τοὺς τρόπους δούλους [[παρασχεῖν]] Εὐρ. Ἱκέτ. 876· δ. [[θάνατος]], [[ζυγόν]], ποὺς ὁ αὐτ. ([[οὐδέποτε]] οὕτω παρ’ Αἰσχύλ.)· δ. καὶ τυραννουμένη [[πόλις]] Πλάτ. Πολ. 577D· δ. ἡδοναὶ =δουλοπρεπεῖς, [[αὐτόθι]] 587C, κτλ.· - συγκρ. δουλότερος, [[μᾶλλον]] [[δοῦλος]], Ἡρόδ. 7. 7. 2) τὸ δοῦλον =οἱ δοῦλοι, Εὐρ. Ἴωνι 983, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[δουλεία]], δουλικὴ ζωή, [[αὐτόθι]] 556. 3) [[ὑπηρετικός]], δευτερεύων, δ. ἐπιστῆμαι Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 7.
|lstext='''δοῦλος''': ὁ, ([[ἴσως]] ἐκ τοῦ δέω =δένω· πρβλ. Ἀγγλ bond-man, Περσ. bendeh)· -[[κυρίως]], ὁ ἐκ γενετῆς [[δοῦλος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν γινόμενον ἀπὸ ἐλευθέρου δοῦλον ([[ἀνδράποδον]]) Θουκ. 8. 28· [[ἔπειτα]] [[καθόλου]], [[δοῦλος]], ἀντίθ. [[δεσπότης]]. Ἡρόδ., κτλ.· ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ θηλ. [[δούλη]], ἡ, (πρβλ. [[δώλα]])· - [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] λέγεται ἐπὶ Περσῶν καὶ ἄλλων ἐθνῶν ὑποκειμένων εἰς δεσπότην, Ἡρόδ., κτλ.· οὔ τινος δοῦλοι κέκληνται, ἐπὶ τῶν Ἐλλήνων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 242· πρβλ. [[δουλεία]], [[δουλόω]]· - χρημάτων δ., ἡ εἰς τὰ χρήματα ὑποδούλωσις, [[ὑποταγή]], Εὐρ. Ἑκ. 865· οὕτω, γνάθου δ. ὁ αὐτ. Ἀποστ. 284. 5· λιχνειῶν, λαγνειῶν Ξεν. Οἰκ. 1, 22, πρβλ Ἀπομν. 1. 3, 11· πρβλ. [[οἰκέτης]]. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[δοῦλος]], -η, -ον, ὡς το Λατ. servus, [[δουλικός]], [[ὑπόδουλος]], ὑποτεταγμένος, [[δούλη]] [[πόλις]], Σοφ. Ο. Κ. 917, Ξεν. Απομν. 4. 2, 29· γνώμαισι δούλαις, Σοφ. Τρ. 53· δ. ἔχειν βίον [[αὐτόθι]] 302· [[σῶμα]] δ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 677· τοὺς τρόπους δούλους [[παρασχεῖν]] Εὐρ. Ἱκέτ. 876· δ. [[θάνατος]], [[ζυγόν]], ποὺς ὁ αὐτ. ([[οὐδέποτε]] οὕτω παρ’ Αἰσχύλ.)· δ. καὶ τυραννουμένη [[πόλις]] Πλάτ. Πολ. 577D· δ. ἡδοναὶ =δουλοπρεπεῖς, [[αὐτόθι]] 587C, κτλ.· - συγκρ. δουλότερος, [[μᾶλλον]] [[δοῦλος]], Ἡρόδ. 7. 7. 2) τὸ δοῦλον =οἱ δοῦλοι, Εὐρ. Ἴωνι 983, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[δουλεία]], δουλικὴ ζωή, [[αὐτόθι]] 556. 3) [[ὑπηρετικός]], δευτερεύων, δ. ἐπιστῆμαι Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 7.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>I.</b> esclave : τινος, de qqn ; <i>p. anal.</i> [[δοῦλος]] [[τῶν]] [[πέλας]] SOPH qui est à la discrétion d’autrui ; <i>fig.</i> λιχνειῶν, λαγνειῶν [[δοῦλος]] XÉN esclave de la gourmandise, de la mollesse ; χρημάτων [[δοῦλος]] EUR esclave de l’argent;<br /><b>II.</b> d’esclave :<br /><b>1</b> servile : γνῶμαι δοῦλαι SOPH sentiments d’esclaves ; [[δοῦλος]] [[βίος]] SOPH vie d’esclave;<br /><b>2</b> habité par des esclaves.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>myc.</i> do-e-ro, mais aucune étym. i.-e. ; pê mot carien ou lydien ; ou pê dérivé de [[δίδωμι]] « oblat ».
}}
}}