διυλίζω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διῡλίζω''': [[στραγγίζω]], [[καθαρίζω]], «λαγαρίζω», Διοσκ. 5. 82. -Παθ., διυλισμένος [[οἶνος]] Ἑβδ. (Ἀμὼς Ϛ΄, 6)· μεταφορ., διυλισμένα ἀρετὰ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 40, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 117. ΙΙ. [[καθαρίζω]], τι Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 24.
|lstext='''διῡλίζω''': [[στραγγίζω]], [[καθαρίζω]], «λαγαρίζω», Διοσκ. 5. 82. -Παθ., διυλισμένος [[οἶνος]] Ἑβδ. (Ἀμὼς Ϛ΄, 6)· μεταφορ., διυλισμένα ἀρετὰ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 40, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 117. ΙΙ. [[καθαρίζω]], τι Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 24.
}}
{{bailly
|btext=passer à la chausse, clarifier, purifier.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὑλίζω]].
}}
}}