δορίγαμβρος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δορίγαμβρος''': [ῐ], -ον, περὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γενομένη [[αἰτία]] πολέμου [[ἕνεκα]] τοῦ γάμου ἢ ἠ διὰ μάχης κτηθεῖσα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686.
|lstext='''δορίγαμβρος''': [ῐ], -ον, περὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γενομένη [[αἰτία]] πολέμου [[ἕνεκα]] τοῦ γάμου ἢ ἠ διὰ μάχης κτηθεῖσα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que son époux réclame la lance à la main.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[γαμβρός]].
}}
}}