3,251,694
edits
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρυμός''': ὁ, ([[δρῦς]]) [[ἄλσος]] ἐκ δρυῶν· ἐν γένει, [[δάσος]]. Ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὸν ἑτερογενῆ πληθ. δρυμά, Ἰλ. Λ. 118, Ὀδ. Κ. 150, 197, 251· ἀλλ’ αἰτ. πληθ. δρυμοὺς ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305.10, Πλουτ. Περικλ. καί Φαβ. 1·- ὁ ἑνικ. ἀπαντᾷ ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1399, Εὐρ. Ἱππ. 1127. [Ἐν τῷ ἑνικῷ ἀείποτε δρῡμός· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀείποτε δρῠμά· δρῡμὰ δὲ μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπικοῖς, Herm. Ὀρφ. Ἀργ. 681]. | |lstext='''δρυμός''': ὁ, ([[δρῦς]]) [[ἄλσος]] ἐκ δρυῶν· ἐν γένει, [[δάσος]]. Ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὸν ἑτερογενῆ πληθ. δρυμά, Ἰλ. Λ. 118, Ὀδ. Κ. 150, 197, 251· ἀλλ’ αἰτ. πληθ. δρυμοὺς ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305.10, Πλουτ. Περικλ. καί Φαβ. 1·- ὁ ἑνικ. ἀπαντᾷ ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1399, Εὐρ. Ἱππ. 1127. [Ἐν τῷ ἑνικῷ ἀείποτε δρῡμός· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀείποτε δρῠμά· δρῡμὰ δὲ μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπικοῖς, Herm. Ὀρφ. Ἀργ. 681]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>pl.</i> [[οἱ]] δρυμοί <i>ou</i> τὰ [[δρυμά]];<br /><b>1</b> forêt de chênes;<br /><b>2</b> forêt, bois <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[δρῦς]]. | |||
}} | }} |