διαχωρέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαχωρέω''': [[διέρχομαι]], Πλάτ. Τιμ. 78A. 2) [[ἐξέρχομαι]], [[διέρχομαι]], ἐκκενοῦμαι, [[οἷον]] ἐπὶ περιττωμάτων, Ἱππ. 889F· -ἀπροσ., [[κάτω]] διεχώρει αὐτοῖς, ὑπέφερον ἐκ διαρροίας, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 20, πρβλ. Πλάτ. Φαίδρ. 268B· ἐπὶ προσώπων, ἀποπατῶ, [[ἀφοδεύω]], Διογ. Λ. 8. 19· δ. ἄπεπτα, ἐπὶ διαρροίας [[μετὰ]] δυσπεψίας, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 14, 13. 3) ἐπὶ νομισμάτων, [[ἰσχύω]], «περνῶ», «πηγαίνω», Λουκ. Πένθ. 10. 4) μεταφ., [[ἀποβαίνω]] κατ’ εὐχήν, Πολύβ. 8. 23. ΙΙ. [[ὑπάγω]] κατὰ [[μέρος]], χωρίζομαι, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 8· δ. εἰς [[πλάτος]] ἢ εἰς [[βάθος]], ἐπὶ ὄρους διαχωριζομένου [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἀφίνῃ κοιλάδα [[μεταξύ]], [[αὐτόθι]] 2. 8.
|lstext='''διαχωρέω''': [[διέρχομαι]], Πλάτ. Τιμ. 78A. 2) [[ἐξέρχομαι]], [[διέρχομαι]], ἐκκενοῦμαι, [[οἷον]] ἐπὶ περιττωμάτων, Ἱππ. 889F· -ἀπροσ., [[κάτω]] διεχώρει αὐτοῖς, ὑπέφερον ἐκ διαρροίας, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 20, πρβλ. Πλάτ. Φαίδρ. 268B· ἐπὶ προσώπων, ἀποπατῶ, [[ἀφοδεύω]], Διογ. Λ. 8. 19· δ. ἄπεπτα, ἐπὶ διαρροίας [[μετὰ]] δυσπεψίας, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 14, 13. 3) ἐπὶ νομισμάτων, [[ἰσχύω]], «περνῶ», «πηγαίνω», Λουκ. Πένθ. 10. 4) μεταφ., [[ἀποβαίνω]] κατ’ εὐχήν, Πολύβ. 8. 23. ΙΙ. [[ὑπάγω]] κατὰ [[μέρος]], χωρίζομαι, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 8· δ. εἰς [[πλάτος]] ἢ εἰς [[βάθος]], ἐπὶ ὄρους διαχωριζομένου [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἀφίνῃ κοιλάδα [[μεταξύ]], [[αὐτόθι]] 2. 8.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> aller à travers, circuler, avoir cours;<br /><b>2</b> aller à la selle ; <i>• impers.</i> [[κάτω]] διεχώρει αὐτοῖς XÉN ils souffraient de la diarrhée.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χωρέω]].
}}
}}