3,274,159
edits
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῠνᾰτός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] -ός, όν Πίνδ. Ν. 2. 21˙ [[ἰσχυρός]], [[ἀκμαῖος]], ἰδίως κατὰ τὸ [[σῶμα]], τὸ δυνατώτατον, οἱ ῥωμαλεώτατοι ἄνδρες, Ἡρόδ. 9. 31˙ [[σῶμα]] δ. [[πρός]] τι Ξεν. Οἰκ. 7, 23˙ χερσὶ καὶ ψυχᾷ δ. Πίνδ. Ν. 9. 91˙ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 19·- ἐπὶ πλοίων, [[κατάλληλος]] πρὸς ὑπηρεσίαν, Θουκ. 7. 60. 2) μετ’ ἀπαρ., ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 1. 97, κτλ.˙ δ. λῦσαι, ἰσχυρὸς εἰς τὸ νὰ λύσῃ, Πίνδ. Ο. 10. 11˙ λέγειν δ. Θουκ. 1. 139, κτλ.˙ ὅσον περ δ. εἰμι, παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., Εὐρ. Ὀρ. 522˙- οὕτω και, δ. κατά τι, [[πρός]] τι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάσ. 366D. Ξεν. Οἰκ. 7, 23. 3) ἐπὶ ἐξωτερικῆς δυνάμεως, [[ἰσχυρός]], ἔχων ῥοπήν. Σοφ. Ἠλ. 219· τῶν Ἑλλήνων δυνατώτατοι Ἡρόδ. 1. 53˙ οἱ δυνατοί, οἱ πρῶτοι ἄνδρες, οἱ ἄριστοι. οἱ ἐξέχοντες τὴν καταγωγὴν καὶ τὴν ἐπίδρασιν, Θουκ. 2. 65· δ. χρήμασι ὁ αὐτ. 1. 13, κτλ.·- [[ὡσαύτως]], [[εὔπορος]], οὐχὶ [[πένης]], ἀντίθ. [[ἀδύνατος]], Λυσ. 169. 17. 4) ἱκανὸς νὰ παραγάγῃ, παραγωγός, [[εὔφορος]], [[χώρα]] Γεωπ. 2. 21, 5. ΙΙ. παθ. ἐπὶ πραγμάτων, ὅ,τι δύναται νὰ γίνῃ, Λατ. quod fieri possit, Ἡρόδ. 2. 54, κτλ.·- δυνατόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 9. 111, Αἰσχύλ. Ἀγ. 97, κτλ.· ὁδὸς δυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι, εὔβατος, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 24·- κατὰ τὸ δυνατόν, quantum fieri possit, Πλάτ. Κρατ. 422D, Δημ. 30. 11· [[οὕτως]], ἐς τὸ δ. Ἡρόδ. 3. 24, Πλάτ. Φαίδρ. 277Α· ἐκ τῶν δυνατῶν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 23· [[ὡσαύτως]], ὅσον δυνατόν, εἰς ὅσον δ. [[μάλιστα]], καθ’ ὅσον [[μάλιστα]] δ., ὡς δ. ἄριστα, Εὐρ. Ι. Α. 997, Πλάτ., κτλ.·- τὰ δ., πράγματα ἅτινα δύνανται νὰ γείνωσι, Θουκ. 5. 89, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 2. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -τῶς, Λατ. valide, valde, εἰπεῖν δ. Αἰσχίν. 34. 22· δ. ἔχει Ἡρόδ. 7. 11·- ὑπερθ. -ώτατα, Πλάτ. Πολ. 516D. | |lstext='''δῠνᾰτός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] -ός, όν Πίνδ. Ν. 2. 21˙ [[ἰσχυρός]], [[ἀκμαῖος]], ἰδίως κατὰ τὸ [[σῶμα]], τὸ δυνατώτατον, οἱ ῥωμαλεώτατοι ἄνδρες, Ἡρόδ. 9. 31˙ [[σῶμα]] δ. [[πρός]] τι Ξεν. Οἰκ. 7, 23˙ χερσὶ καὶ ψυχᾷ δ. Πίνδ. Ν. 9. 91˙ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 19·- ἐπὶ πλοίων, [[κατάλληλος]] πρὸς ὑπηρεσίαν, Θουκ. 7. 60. 2) μετ’ ἀπαρ., ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 1. 97, κτλ.˙ δ. λῦσαι, ἰσχυρὸς εἰς τὸ νὰ λύσῃ, Πίνδ. Ο. 10. 11˙ λέγειν δ. Θουκ. 1. 139, κτλ.˙ ὅσον περ δ. εἰμι, παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., Εὐρ. Ὀρ. 522˙- οὕτω και, δ. κατά τι, [[πρός]] τι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάσ. 366D. Ξεν. Οἰκ. 7, 23. 3) ἐπὶ ἐξωτερικῆς δυνάμεως, [[ἰσχυρός]], ἔχων ῥοπήν. Σοφ. Ἠλ. 219· τῶν Ἑλλήνων δυνατώτατοι Ἡρόδ. 1. 53˙ οἱ δυνατοί, οἱ πρῶτοι ἄνδρες, οἱ ἄριστοι. οἱ ἐξέχοντες τὴν καταγωγὴν καὶ τὴν ἐπίδρασιν, Θουκ. 2. 65· δ. χρήμασι ὁ αὐτ. 1. 13, κτλ.·- [[ὡσαύτως]], [[εὔπορος]], οὐχὶ [[πένης]], ἀντίθ. [[ἀδύνατος]], Λυσ. 169. 17. 4) ἱκανὸς νὰ παραγάγῃ, παραγωγός, [[εὔφορος]], [[χώρα]] Γεωπ. 2. 21, 5. ΙΙ. παθ. ἐπὶ πραγμάτων, ὅ,τι δύναται νὰ γίνῃ, Λατ. quod fieri possit, Ἡρόδ. 2. 54, κτλ.·- δυνατόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 9. 111, Αἰσχύλ. Ἀγ. 97, κτλ.· ὁδὸς δυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι, εὔβατος, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 24·- κατὰ τὸ δυνατόν, quantum fieri possit, Πλάτ. Κρατ. 422D, Δημ. 30. 11· [[οὕτως]], ἐς τὸ δ. Ἡρόδ. 3. 24, Πλάτ. Φαίδρ. 277Α· ἐκ τῶν δυνατῶν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 23· [[ὡσαύτως]], ὅσον δυνατόν, εἰς ὅσον δ. [[μάλιστα]], καθ’ ὅσον [[μάλιστα]] δ., ὡς δ. ἄριστα, Εὐρ. Ι. Α. 997, Πλάτ., κτλ.·- τὰ δ., πράγματα ἅτινα δύνανται νὰ γείνωσι, Θουκ. 5. 89, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 2. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -τῶς, Λατ. valide, valde, εἰπεῖν δ. Αἰσχίν. 34. 22· δ. ἔχει Ἡρόδ. 7. 11·- ὑπερθ. -ώτατα, Πλάτ. Πολ. 516D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui peut, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> capable de : δυνατὸς [[πρός]] [[τι]] apte à qch ; λέγειν [[τε]] καὶ πράσσειν δυνατώτατος THC tout à fait capable de parler et d’agir;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> qui peut remplir son office ; <i>en parl. d’animaux et de choses</i> : [[ἵππος]] [[δυνατός]] XÉN bon cheval ; [[ναῦς]] δυνατή THC navire capable de tenir la mer ; <i>en parl. de pers.</i> fort, vigoureux : δυνατὸς τοῖς σώμασι καὶ ταὶς ψυχαῖς XÉN vigoureux de corps et d’âme;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> puissant, influent (par le rang, la fortune, <i>etc.</i>) ; [[ἄνδρες]] δυνατοί XÉN <i>ou abs.</i> [[οἱ]] δυνατοί les riches <i>ou</i> les puissants, les grands;<br /><b>II.</b> ce qui se peut, possible : ὁδὸς δυνατὴ καὶ ὑποζυγίοις πορεύεσθαι XÉN route praticable même aux bêtes de somme ; δυνατόν ἐστι avec l’inf. il est possible de ; <i>abs.</i> οὐχὶ ἐσώσαμέν [[σε]] οἷόν [[τε]] ὂν καὶ δυνατόν PLAT nous ne t’aurions pas <i>litt.</i> nous ne t’avons pas sauvé, lorsque cela était possible et en notre pouvoir ; <i>adv.</i> [[εἰς]] τὸ δυνατόν, [[ἐκ]] [[τῶν]] δυνατῶν XÉN selon le possible ; [[ὅσον]] [[γε]] δυνατόν EUR, [[ὡς]] δυνατὸν πλεῖστον ISOCR autant que possible, le plus possible ; [[ὡς]] δυνατὸν κακίστους XÉN les plus mauvais possible.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[δύναμαι]]. | |||
}} | }} |