3,273,773
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δόλιχος''': ὁ, ὁ μακρὸς [[δρόμος]] ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ, ἀντίθ. [[στάδιον]], συχνὸν ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ., ὡς 245, 1515 κ. ἀλλ.· τὸν δ. ἁμιλλᾶσθαι Πλάτ. Νόμ. 833Β· θεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 8, 27· [[νικᾶν]] Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 30· δολίχῳ κρατεῖν Παυσ. 3. 21, 1. - Τὸ [[μῆκος]] [[αὐτοῦ]] ἦτο πιθ. 24 σταδ.· - μεταφ., δόλιχον τοῖς ἔτεσι… τρέχειν Ἐπικρ. Ἀντιλ. 1. 18· δόλιχον βιότου σταδιεύσας Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 311, πρβλ. 231. ΙΙ. [[εἶδος]] ὀσπρίου ἐπιμήκους, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 3, 2, ἴδε λοβὸς ΙΙ. | |lstext='''δόλιχος''': ὁ, ὁ μακρὸς [[δρόμος]] ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ, ἀντίθ. [[στάδιον]], συχνὸν ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ., ὡς 245, 1515 κ. ἀλλ.· τὸν δ. ἁμιλλᾶσθαι Πλάτ. Νόμ. 833Β· θεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 8, 27· [[νικᾶν]] Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 30· δολίχῳ κρατεῖν Παυσ. 3. 21, 1. - Τὸ [[μῆκος]] [[αὐτοῦ]] ἦτο πιθ. 24 σταδ.· - μεταφ., δόλιχον τοῖς ἔτεσι… τρέχειν Ἐπικρ. Ἀντιλ. 1. 18· δόλιχον βιότου σταδιεύσας Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 311, πρβλ. 231. ΙΙ. [[εἶδος]] ὀσπρίου ἐπιμήκους, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 3, 2, ἴδε λοβὸς ΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />le long stade, <i>espace de 12 δίαυλοι ou 24 stades, la plus longue carrière que parcouraient les athlètes dans les jeux</i> : δόλιχον θεῖν XÉN courir le long stade ; τὸν δόλιχον νικᾶν LUC être vainqueur à la course du long stade.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δολιχός]]. | |||
}} | }} |