δορίπονος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δορίπονος''': -ον, πονῶν περὶ τὸ [[δόρυ]], ἀγωνιζόμενος ἐν τῇ μάχῃ, [[πολεμικός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 169, Εὐρ. Ἠλ. 479· δ. κακὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 628· δ. ἀσπὶς Εὐρ. Ι. Α. 771.
|lstext='''δορίπονος''': -ον, πονῶν περὶ τὸ [[δόρυ]], ἀγωνιζόμενος ἐν τῇ μάχῃ, [[πολεμικός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 169, Εὐρ. Ἠλ. 479· δ. κακὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 628· δ. ἀσπὶς Εὐρ. Ι. Α. 771.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />brisé <i>ou</i> détruit par la lance.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[πένομαι]].
}}
}}