δυσεπιβούλευτος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσεπιβούλευτος''': -ον, δυσκόλως ἐπιβουλευόμενος, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 11.
|lstext='''δυσεπιβούλευτος''': -ον, δυσκόλως ἐπιβουλευόμενος, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />contre qui <i>ou</i> contre quoi il est difficile de prendre des mesures.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐπιβουλεύω]].
}}
}}