δυσκατάπαυστος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσκατάπαυστος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀναχαιτίσῃ τις, [[ἄλγος]] Αἰσχύλ. Χο. 470· [[ἀνήσυχος]], ψυχὴ Εὐρ. Μηδ. 109· -τὸ δυσκ. Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 35.
|lstext='''δυσκατάπαυστος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀναχαιτίσῃ τις, [[ἄλγος]] Αἰσχύλ. Χο. 470· [[ἀνήσυχος]], ψυχὴ Εὐρ. Μηδ. 109· -τὸ δυσκ. Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 35.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à calmer ; agité.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[καταπαύω]].
}}
}}