3,274,917
edits
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρομάς''': -άδος, ὁ, ἡ, [[δρομαῖος]], τρέχων, προσέβην δρομὰς ἐξ οἴκων Εὐρ. Ἱκ. 1000· [[ἄμπυξ]] δρ., ὁ [[ταχέως]] περιστρεφόμενος [[κύκλος]], Σοφ. Φ. 680· ἐπὶ πλοίων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 375· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδετ., δρομάδι κώλῳ Εὐρ. Ἑλ. 1301· δρομάσι βλεφάροις ὁ αὐτ. Ὀρ. 837· 2) ὡς τὸ [[φοιτάς]], ἀγρίως περιπλανώμενος, [[μανιώδης]], ὁ αὐτ. Ἱππ. 549, Τρῳ. 42. ΙΙ. εἴδη τινὰ ἰχθύων, [[οἷον]] θύννοι, πηλαμύδες, ἀμίαι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 24. ΙΙΙ. ὁ περιτρέχων τὰς ὁδούς, περὶ πόρνης, Λατ. currax, Φρύν. Κωμ. Μουσ. 3. | |lstext='''δρομάς''': -άδος, ὁ, ἡ, [[δρομαῖος]], τρέχων, προσέβην δρομὰς ἐξ οἴκων Εὐρ. Ἱκ. 1000· [[ἄμπυξ]] δρ., ὁ [[ταχέως]] περιστρεφόμενος [[κύκλος]], Σοφ. Φ. 680· ἐπὶ πλοίων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 375· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδετ., δρομάδι κώλῳ Εὐρ. Ἑλ. 1301· δρομάσι βλεφάροις ὁ αὐτ. Ὀρ. 837· 2) ὡς τὸ [[φοιτάς]], ἀγρίως περιπλανώμενος, [[μανιώδης]], ὁ αὐτ. Ἱππ. 549, Τρῳ. 42. ΙΙ. εἴδη τινὰ ἰχθύων, [[οἷον]] θύννοι, πηλαμύδες, ἀμίαι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 24. ΙΙΙ. ὁ περιτρέχων τὰς ὁδούς, περὶ πόρνης, Λατ. currax, Φρύν. Κωμ. Μουσ. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος (ὁ, ἡ, τό)<br /><i>adj.</i><br />qui court ; δρομὰς [[κάμηλος]] PLUT dromadaire <i>litt.</i> chameau coureur ; [[ἄμπυξ]] [[δρομάς]] SOPH l’essieu agile, <i>càd</i> la roue d’Ixion.<br />'''Étymologie:''' R. Δραμ, courir. | |||
}} | }} |