δόκησις: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δόκησις''': -εως, ἡ, ([[δοκέω]]) [[δοξασία]], ἁπλῆ [[δοξασία]], [[ἰδέα]], [[φαντασία]], δ. δὲ δεῖ λέγειν Ἡρόδ. 7. 185· δ. εἰπεῖν, ἀντίθ. ἐξακριβῶσαι λόγον, Σοφ. Τρ. 426· δ. ἀγνὼς λόγων ἦλθε, κενή. τις [[ὑποψία]] διεδόθη, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 681· δ. ἀληθείας Θουκ. 2. 35· δ. παρέχειν ὡς… Πλούτ. Πομπ. 54. 2) [[ὅραμα]], [[φάντασμα]], κενὴν δ. Εὐρ. Ἑλ. 36· σκοπεῖτε μὴ δόκησιν εἴχετ’ ἐκ θεῶν [[αὐτόθι]] 119· οὕτω δοκεῖτε τὴν δ. ἀσφαλῆ [[αὐτόθι]] 121. ΙΙ. καλὴ [[φήμη]], [[ὑπόληψις]], ὡς τὸ [[δόξα]], Λατ. aestimatio, Θουκ. 4. 18· ὁ στρατηγὸς τὴν δ. ἄρνυται Εὐρ. Ἀνδρ. 696.
|lstext='''δόκησις''': -εως, ἡ, ([[δοκέω]]) [[δοξασία]], ἁπλῆ [[δοξασία]], [[ἰδέα]], [[φαντασία]], δ. δὲ δεῖ λέγειν Ἡρόδ. 7. 185· δ. εἰπεῖν, ἀντίθ. ἐξακριβῶσαι λόγον, Σοφ. Τρ. 426· δ. ἀγνὼς λόγων ἦλθε, κενή. τις [[ὑποψία]] διεδόθη, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 681· δ. ἀληθείας Θουκ. 2. 35· δ. παρέχειν ὡς… Πλούτ. Πομπ. 54. 2) [[ὅραμα]], [[φάντασμα]], κενὴν δ. Εὐρ. Ἑλ. 36· σκοπεῖτε μὴ δόκησιν εἴχετ’ ἐκ θεῶν [[αὐτόθι]] 119· οὕτω δοκεῖτε τὴν δ. ἀσφαλῆ [[αὐτόθι]] 121. ΙΙ. καλὴ [[φήμη]], [[ὑπόληψις]], ὡς τὸ [[δόξα]], Λατ. aestimatio, Θουκ. 4. 18· ὁ στρατηγὸς τὴν δ. ἄρνυται Εὐρ. Ἀνδρ. 696.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de faire paraître, de faire croire à;<br /><b>2</b> opinion, ce qu’on pense : δόκησιν [[εἰπεῖν]] SOPH dire ce qu’on a dans l’esprit ; [[δόκησις]] ἀγνὼς λόγων SOPH confuse apparence de discours, discours peu intelligibles;<br /><b>3</b> opinion qu’on donne de soi ; bonne renommée;<br /><b>4</b> apparence.<br />'''Étymologie:''' [[δοκέω]].
}}
}}