διαπεύθομαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπεύθομαι''': ποιητικ. ἀντὶ τοῦ [[διαπυνθάνομαι]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 807.
|lstext='''διαπεύθομαι''': ποιητικ. ἀντὶ τοῦ [[διαπυνθάνομαι]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 807.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. part. prés;<br />poét. c.</i> [[διαπυνθάνομαι]].
}}
}}