δυσανάτρεπτος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσανάτρεπτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀνατρεπόμενος, Πλούτ. Καίσ. 4, Γαλην. 12, 407.
|lstext='''δυσανάτρεπτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀνατρεπόμενος, Πλούτ. Καίσ. 4, Γαλην. 12, 407.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à renverser.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀνατρέπω]].
}}
}}