δυσσύμβατος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσσύμβᾰτος''': -ον, δυσκόλως συμφωνῶν, συμβιβαζόμενος, [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 661C.
|lstext='''δυσσύμβᾰτος''': -ον, δυσκόλως συμφωνῶν, συμβιβαζόμενος, [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 661C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui s’associe difficilement à, qui répugne à, [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[συμβαίνω]].
}}
}}