3,277,002
edits
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσκατάστᾰτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43. | |lstext='''δυσκατάστᾰτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à apaiser.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[καθίστημι]]. | |||
}} | }} |