δυσχείρωτος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσχείρωτος''': -ον, δυσκόλως χειρούμενος, ὑποτασσόμενος, Ἡρόδ. 7. 9, 2, Δημ. 1412. 21.
|lstext='''δυσχείρωτος''': -ον, δυσκόλως χειρούμενος, ὑποτασσόμενος, Ἡρόδ. 7. 9, 2, Δημ. 1412. 21.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à vaincre, à soumettre;<br /><i>Sp.</i> δυσχειρωτότατος.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[χειρόω]].
}}
}}