δυσχλαινία: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσχλαινία''': ἡ, πενιχρά, [[εὐτελής]] [[περιβολή]], ἐνδυμασία, Εὐρ. Ἑκ. 240· ἐν τῷ πληθ., τὰς ἐμὰς δυσχλαινίας ὁ αὐτ. Ἑλ. 416.
|lstext='''δυσχλαινία''': ἡ, πενιχρά, [[εὐτελής]] [[περιβολή]], ἐνδυμασία, Εὐρ. Ἑκ. 240· ἐν τῷ πληθ., τὰς ἐμὰς δυσχλαινίας ὁ αὐτ. Ἑλ. 416.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mauvais manteau, guenille, haillons.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[χλαῖνα]].
}}
}}