δώρημα: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δώρημα''': τό, τὸ διδόμενον, [[δῶρον]], Ἡρόδ. 7. 38, καὶ Τραγ.· [[μετὰ]] δοτ. προσ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 523, Εὐμ. 402, Σοφ. Τρ. 668. -Σπάνιον ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ὡς Ξεν. Ἱέρ. 8. 4, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 2.
|lstext='''δώρημα''': τό, τὸ διδόμενον, [[δῶρον]], Ἡρόδ. 7. 38, καὶ Τραγ.· [[μετὰ]] δοτ. προσ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 523, Εὐμ. 402, Σοφ. Τρ. 668. -Σπάνιον ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ὡς Ξεν. Ἱέρ. 8. 4, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 2.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> don, présent;<br /><b>2</b> avantage.<br />'''Étymologie:''' [[δωρέω]].
}}
}}