δρεπάνη: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δρεπάνη''': [ᾰ], ἡ, ([[δρέπω]]) [[δρέπανον]], [[ἐργαλεῖον]] θεριστικόν, [[ἤμων]] ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες Ἰλ. Σ. 551· [[κλαδευτήριον]], ἐτρύγων… δρεπάνας ἐν χ. ἔχ. Ἡσ. Ἀσπ. 292· ― σπάνιον παρὰ πεζοῖς, Πλούτ. Κλεομ. 26. ― Πρβλ. [[δρέπανον]].
|lstext='''δρεπάνη''': [ᾰ], ἡ, ([[δρέπω]]) [[δρέπανον]], [[ἐργαλεῖον]] θεριστικόν, [[ἤμων]] ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες Ἰλ. Σ. 551· [[κλαδευτήριον]], ἐτρύγων… δρεπάνας ἐν χ. ἔχ. Ἡσ. Ἀσπ. 292· ― σπάνιον παρὰ πεζοῖς, Πλούτ. Κλεομ. 26. ― Πρβλ. [[δρέπανον]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />la faux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δρέπανον]].
}}
}}