3,277,002
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσημερία''': Δωρ. -ᾱμερία, ἡ, ἀτυχὴς [[ἡμέρα]], [[δυστυχία]], [[ἀθλιότης]], δυσαμεριᾶν πρύτανιν Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 234) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1287· [[μοῖρα]] δυσαμερίας Σοφ. Ἀποσπ. 518· πρβλ. Πλούτ. Εὐμ. 9. | |lstext='''δυσημερία''': Δωρ. -ᾱμερία, ἡ, ἀτυχὴς [[ἡμέρα]], [[δυστυχία]], [[ἀθλιότης]], δυσαμεριᾶν πρύτανιν Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 234) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1287· [[μοῖρα]] δυσαμερίας Σοφ. Ἀποσπ. 518· πρβλ. Πλούτ. Εὐμ. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />mauvaise journée ; ennui, échec, malheur.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἡμέρα]]. | |||
}} | }} |