δυσέλικτος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσέλικτος''': -ον, δυσκόλους, πολλοὺς ἑλιγμοὺς ἔχων, [[πολύπλοκος]], Αἰλ. π. Ζ. 14, 8, Εὐστ. 229. 38.
|lstext='''δυσέλικτος''': -ον, δυσκόλους, πολλοὺς ἑλιγμοὺς ἔχων, [[πολύπλοκος]], Αἰλ. π. Ζ. 14, 8, Εὐστ. 229. 38.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que l’on déroule avec peine, inextricable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἑλίσσω]].
}}
}}