διαλακτίζω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαλακτίζω''': μέλλ. -ίσω, λακτίζων διασπῶ, [[ἀπολακτίζω]], καταφρονῶ, Θεοκρ. 24. 25, Πλούτ. 2. 648Β.
|lstext='''διαλακτίζω''': μέλλ. -ίσω, λακτίζων διασπῶ, [[ἀπολακτίζω]], καταφρονῶ, Θεοκρ. 24. 25, Πλούτ. 2. 648Β.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> déchirer à coups de talon;<br /><b>2</b> faire tomber en piétinant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λακτίζω]].
}}
}}