δύστλητος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύστλητος''': -ον, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, Ἐμπεδ. παρὰ τῷ Πλουτ. 2. 745C, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1571· δύστλητα τολυπεύειν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 562.
|lstext='''δύστλητος''': -ον, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, Ἐμπεδ. παρὰ τῷ Πλουτ. 2. 745C, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1571· δύστλητα τολυπεύειν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 562.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[τλάω]].
}}
}}