δυσθεώρητος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσθεώρητος''': -ον, ὃν δύσκολον [[εἶναι]] νὰ θεωρήσῃ τις ἢ ἐννοήσῃ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 2, 2.
|lstext='''δυσθεώρητος''': -ον, ὃν δύσκολον [[εἶναι]] νὰ θεωρήσῃ τις ἢ ἐννοήσῃ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 2, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à examiner, à reconnaître.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[θεωρέω]].
}}
}}