εἶδος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἶδος''': -εος, τό: (*[[εἴδω]] Α) ὅ,τι φαίνεται, [[μορφή]], [[σχῆμα]], [[κάλλος]], Λατ. species, forma· [[συχν]]. ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης μορφῆς παρ’ Ὁμ., [[ὅστις]] καὶ μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἀπολύτως κατ’ αἰτ. ὡς προσδιορισμὸν τοῦ κατά τι μετ’ ἐπιθέτων, [[εἶδος]] ἄριστος, [[ἀγητός]], κακός, [[ἀλίγκιος]], [[ὅμοιος]], κτλ.· [[ἐνίοτε]] κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὰς φρένας, ὤ [[πόποι]], οὐκ ἄρα σοίγ’ ἐπὶ εἴδεϊ καὶ φρένες ἦσαν, [[ἄλλοτε]] πρὸς τὴν σωματικὴν ῥώμην, ἴδε Ὀδ. Ρ. 454· [[οὔτε]] βίην χραισμησέμεν [[οὔτε]] τι [[εἶδος]] Ἰλ. Φ. 316· εἰ δὴ καὶ ταχὺς ἐσκεθέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε, ἐὰν κατὰ τὴν μορφήν του ταύτην εἶχε καὶ ταχύτητα ἀνάλογον, περὶ τοῦ κυνὸς Ἄργου, Ὀδ. Ρ. 308, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 107· ἴδε ἐν λ. [[δέμας]]. 2) [[ὡραία]] [[μορφή]], [[κάλλος]], ὡς τὸ Λατ. forma, Ὀδ. Ρ. 454, Ἡρόδ. 1. 199., 8. 105, κτλ.· [[ὄψις]] τοῦ προσώπου, [[χρῶμα]], εἴδεα εὔχροά τε καὶ ἀνθηρὰ Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. 3) Περιφρ. τὸ [[σχῆμα]], τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἀνθρώπου, ὡς τὸ [[δέμας]], ἦ σὸν τὸ κλεινὸν [[εἶδος]] Ἠλέκτρας τόδε; Σοφ. Ἠλ. 1177. ΙΙ. [[εἶδος]], ἰδιαίτερον [[εἶδος]] ἢ ἰδιαιτέρας φύσεως, τῶν ἄλλων παιγνιέων τὰ εἴδεα Ἡρόδ. 1. 94· τὸ [[εἶδος]] τῆς νόσου Θουκ. 2. 50, κτλ.· ἐν εἴδει τινὸς [[εἶναι]] ἢ γενέσθαι: - ἐν ἁρμονίας εἴδει οὖσα, οὖσα ὁμοία πρὸς ἁρμονίαν, δηλ. ἡ [[ψυχή]], Πλάτ. Φαίδων 91D, Κρατ. 394D· ὡς ἐν φαρμάκου εἴδει, ὡς [[φάρμακον]], ἐν εἴδει φαρμ., Πολ. 389Β· νόμων ἔχει [[εἶδος]], ἀνήκει εἰς τὴν χορείαν τῶν νόμων, Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 2. 2) ἰδιαιτέρα [[κατάστασις]] πραγμάτων, σκέψασθε ἐν οἵῳ εἴδει... τοῦτο ἔπραξαν Θουκ. 3. 62. 3) ἰδιαίτερον σχέδιον ἢ [[τρόπος]] ἐνεργείας, ἐπὶ εἶδός τι τρέπεσθαι ὁ αὐτ. 5. 77., 8. 56. ΙΙΙ. [[τάξις]], [[διαίρεσις]], [[εἴτε]] γένους [[εἴτε]] εἴδους, περὶ παντὸς τοῦ εἴδους..., ἐν ᾧ Πλάτ. Θεαίτ. 178Α· ἑνὶ εἴδει περιλαμβάνειν [[αὐτόθι]] 148D· εἰς ταὐτὸν ἐμπίπτειν [[εἶδος]] [[αὐτόθι]] 205D, κτλ.· λογικὸν [[σχῆμα]] ἢ [[εἶδος]], Πλάτ. Σοφ. 246C, Πολιτ. 262Ε, 285Β, κτλ.· ἴδε Γεωργ. Γροτίου (G. Grote) Πλάτωνα 2. σ. 467 κἑξ.· - παρέλαβε δὲ τὴν λέξιν [[μετὰ]] ταύτης τῆς σημασίας ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἀκριβέστερον ὥρισεν αὐτὴν ἐν τῇ [[ἰδίᾳ]] [[αὐτοῦ]] λογικῇ, ἴδε Κατηγ. 45. 2) παρὰ Πλάτωνι ὁ πληθ. τὰ εἴδη [[πολλαχοῦ]] ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὸ ἰδέαι (ἴδε [[ἰδέα]] ΙΙ. 2), Φαίδων 103Ε, Πολ. 597Α, Παρμ. 132D, κτλ.· πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 6, 3 κἑξ., κ. ἀλλ.· τὸ ἐπ’ εἴδει καλόν, τὸ ἰδεῶδες καλόν, ἡ ἰδεώδης [[καλλονή]], Πλάτ. Συμπ. 210Β. 3) παρ’ Ἀριστ. ἡ ἐξωτερικὴ [[ὑπόστασις]], ἡ μορφὴ ἢ τὸ [[σχῆμα]] τῆς ὕλης ἐν ἀντιθέσει πρὸς αὐτὴν τὴν οὐσίαν αὐτῆς, τὴν [[κυρίως]] ὕλην, Φυσ. 1. 4, 1., 7, 10., 2. 1, 9., 4. 1, 3, κ. ἀλλ.: - [[ἐντεῦθεν]], ἡ εἰδικὴ [[αἰτία]], ἡ [[οὐσία]], ἡ [[φύσις]] = τὸ τί ἦν [[εἶναι]], Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 3, 7., 6. 7, 4., 6. 8, 2, κ. ἀλλ. πρβλ. [[εἰμὶ]] ϛ΄, 2. IV. τὰ εἴδη, ἀρώματα (πρβλ. τὴν παλαιὰν Γαλλ. λέξ. espices, ἐκ τῆς Λατ. species), λεπτὰ καὶ πολύτιμα πράγματα, παρ’ Ἱππ. 645. 16 καὶ παρὰ μεταγεν. V. μαθηματικὸν [[σχῆμα]], Εὐκλείδ.
|lstext='''εἶδος''': -εος, τό: (*[[εἴδω]] Α) ὅ,τι φαίνεται, [[μορφή]], [[σχῆμα]], [[κάλλος]], Λατ. species, forma· [[συχν]]. ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης μορφῆς παρ’ Ὁμ., [[ὅστις]] καὶ μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἀπολύτως κατ’ αἰτ. ὡς προσδιορισμὸν τοῦ κατά τι μετ’ ἐπιθέτων, [[εἶδος]] ἄριστος, [[ἀγητός]], κακός, [[ἀλίγκιος]], [[ὅμοιος]], κτλ.· [[ἐνίοτε]] κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὰς φρένας, ὤ [[πόποι]], οὐκ ἄρα σοίγ’ ἐπὶ εἴδεϊ καὶ φρένες ἦσαν, [[ἄλλοτε]] πρὸς τὴν σωματικὴν ῥώμην, ἴδε Ὀδ. Ρ. 454· [[οὔτε]] βίην χραισμησέμεν [[οὔτε]] τι [[εἶδος]] Ἰλ. Φ. 316· εἰ δὴ καὶ ταχὺς ἐσκεθέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε, ἐὰν κατὰ τὴν μορφήν του ταύτην εἶχε καὶ ταχύτητα ἀνάλογον, περὶ τοῦ κυνὸς Ἄργου, Ὀδ. Ρ. 308, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 107· ἴδε ἐν λ. [[δέμας]]. 2) [[ὡραία]] [[μορφή]], [[κάλλος]], ὡς τὸ Λατ. forma, Ὀδ. Ρ. 454, Ἡρόδ. 1. 199., 8. 105, κτλ.· [[ὄψις]] τοῦ προσώπου, [[χρῶμα]], εἴδεα εὔχροά τε καὶ ἀνθηρὰ Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. 3) Περιφρ. τὸ [[σχῆμα]], τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἀνθρώπου, ὡς τὸ [[δέμας]], ἦ σὸν τὸ κλεινὸν [[εἶδος]] Ἠλέκτρας τόδε; Σοφ. Ἠλ. 1177. ΙΙ. [[εἶδος]], ἰδιαίτερον [[εἶδος]] ἢ ἰδιαιτέρας φύσεως, τῶν ἄλλων παιγνιέων τὰ εἴδεα Ἡρόδ. 1. 94· τὸ [[εἶδος]] τῆς νόσου Θουκ. 2. 50, κτλ.· ἐν εἴδει τινὸς [[εἶναι]] ἢ γενέσθαι: - ἐν ἁρμονίας εἴδει οὖσα, οὖσα ὁμοία πρὸς ἁρμονίαν, δηλ. ἡ [[ψυχή]], Πλάτ. Φαίδων 91D, Κρατ. 394D· ὡς ἐν φαρμάκου εἴδει, ὡς [[φάρμακον]], ἐν εἴδει φαρμ., Πολ. 389Β· νόμων ἔχει [[εἶδος]], ἀνήκει εἰς τὴν χορείαν τῶν νόμων, Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 2. 2) ἰδιαιτέρα [[κατάστασις]] πραγμάτων, σκέψασθε ἐν οἵῳ εἴδει... τοῦτο ἔπραξαν Θουκ. 3. 62. 3) ἰδιαίτερον σχέδιον ἢ [[τρόπος]] ἐνεργείας, ἐπὶ εἶδός τι τρέπεσθαι ὁ αὐτ. 5. 77., 8. 56. ΙΙΙ. [[τάξις]], [[διαίρεσις]], [[εἴτε]] γένους [[εἴτε]] εἴδους, περὶ παντὸς τοῦ εἴδους..., ἐν ᾧ Πλάτ. Θεαίτ. 178Α· ἑνὶ εἴδει περιλαμβάνειν [[αὐτόθι]] 148D· εἰς ταὐτὸν ἐμπίπτειν [[εἶδος]] [[αὐτόθι]] 205D, κτλ.· λογικὸν [[σχῆμα]] ἢ [[εἶδος]], Πλάτ. Σοφ. 246C, Πολιτ. 262Ε, 285Β, κτλ.· ἴδε Γεωργ. Γροτίου (G. Grote) Πλάτωνα 2. σ. 467 κἑξ.· - παρέλαβε δὲ τὴν λέξιν [[μετὰ]] ταύτης τῆς σημασίας ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἀκριβέστερον ὥρισεν αὐτὴν ἐν τῇ [[ἰδίᾳ]] [[αὐτοῦ]] λογικῇ, ἴδε Κατηγ. 45. 2) παρὰ Πλάτωνι ὁ πληθ. τὰ εἴδη [[πολλαχοῦ]] ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὸ ἰδέαι (ἴδε [[ἰδέα]] ΙΙ. 2), Φαίδων 103Ε, Πολ. 597Α, Παρμ. 132D, κτλ.· πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 6, 3 κἑξ., κ. ἀλλ.· τὸ ἐπ’ εἴδει καλόν, τὸ ἰδεῶδες καλόν, ἡ ἰδεώδης [[καλλονή]], Πλάτ. Συμπ. 210Β. 3) παρ’ Ἀριστ. ἡ ἐξωτερικὴ [[ὑπόστασις]], ἡ μορφὴ ἢ τὸ [[σχῆμα]] τῆς ὕλης ἐν ἀντιθέσει πρὸς αὐτὴν τὴν οὐσίαν αὐτῆς, τὴν [[κυρίως]] ὕλην, Φυσ. 1. 4, 1., 7, 10., 2. 1, 9., 4. 1, 3, κ. ἀλλ.: - [[ἐντεῦθεν]], ἡ εἰδικὴ [[αἰτία]], ἡ [[οὐσία]], ἡ [[φύσις]] = τὸ τί ἦν [[εἶναι]], Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 3, 7., 6. 7, 4., 6. 8, 2, κ. ἀλλ. πρβλ. [[εἰμὶ]] ϛ΄, 2. IV. τὰ εἴδη, ἀρώματα (πρβλ. τὴν παλαιὰν Γαλλ. λέξ. espices, ἐκ τῆς Λατ. species), λεπτὰ καὶ πολύτιμα πράγματα, παρ’ Ἱππ. 645. 16 καὶ παρὰ μεταγεν. V. μαθηματικὸν [[σχῆμα]], Εὐκλείδ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> aspect extérieur, <i>d’où</i><br /><b>1</b> forme du corps, air d’une personne <i>ou</i> d’une chose ; <i>au plur.</i> les traits (du visage) ; <i>particul.</i> beauté;<br /><b>2</b> <i>p. ext. (en poésie)</i> la personne elle-même;<br /><b>II.</b> forme <i>en gén.</i><br /><b>1</b> forme d’une chose dans l’esprit, idée;<br /><b>2</b> forme propre à une chose ; genre, sorte, caractère d’une maladie ; forme de gouvernement;<br /><b>4</b> espèce, forme spécifique;<br /><b>5</b> manière particulière de diriger qch (une opération, une discussion, <i>etc.</i>) ; méthode, façon.<br />'''Étymologie:''' p. Ϝεῖδος, de la R. Ϝιδ, voir ; cf. *εἴδω ; <i>lat.</i> video.
}}
}}