3,274,216
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι: ἀόρ. ἐξέβην: - [[ἐξέρχομαι]], «βγαίνω», [[μετὰ]] γεν. πέτρης ἐκβαίνοντα Ἰλ. Δ. 107· ἔκβαιν’ ἀπήνης Αἰσχύλ. Ἀγ. 906· ἐκβ. ἐκ νεὼς Θουκ. 1. 137 ([[οὕτως]] ἐν τμήσει, ἐκ δὲ Χρυσηΐς νηὸς βῆ Ἰλ. Α. 439): - ἀπολ., ἀποβιβάζομαι ἐκ πλοίου ἢ [[καταβαίνω]] ἐξ ἅρματος, «[[πεζεύω]]», ἐκ δ’ ἔβαν αὐτοὶ Γ. 113, πρβλ. 1. 437, Ἡρόδ. 4. 196, κτλ.· [[ἐξέρχομαι]] ἐκ τῆς θαλάσσης, μή πώς μ’ ἐκβαίνοντα βάλῃ λιθάκι [[ποτὶ]] πέτρῃ [[κῦμα]] μέγ’ ἁρπάξαν Ὀδ. Ε. 415., Η. 278· καὶ παρ’ Ἱστορικοῖς, [[ἐξέρχομαι]] ἐκ χαράδρας, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3· [[ἀναβαίνω]] πρὸς τὰ ἄνω, κατεστρατοπεδεύσαντο ἐπὶ λόφον ἐκβάντες [[αὐτόθι]] 6. 3, 20· [[κυρίως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, σπανίως δὲ καὶ ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, βοὴ.... ἐξέβη Σοφ. Αἴ. 892. 2) [[ἐξέρχομαι]], [[ἀπέρχομαι]], Λατ. egredi, ἐκβαίνουσαν τὴν ψυχὴν ἐκ τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδων 77D· ἐκ τῆς νομοθεσίας ὁ αὐτ. Νόμ. 744Α· ἐκ τοῦ πολέμου Πολύβ.: - [[μετὰ]] γεν., μὴ ἐκβάντας τύχης Εὐρ. Ι. Τ. 907· ἐκβ. τῆς [[ἑαυτοῦ]] ἰδέας Πλάτ. Πολ. 380D· [[ἔνθεν]] ἐκβ. ὁ αὐτ. Τίμ. 44Ε. 3) μετ’ αἰτ., [[ἐξέρχομαι]], [[ὑπερβαίνω]], [[παραβαίνω]], γαίας ὅρια Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 82· τὴν ἡλικίαν τοῦ γεννᾶν Πλάτ. Πολ. 461Β, πρβλ. 537D· τὸν ὅρκον ὁ αὐτ. Συμπ. 183Β· τὸ [[μέσον]] Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 16. 4) παρὰ ποιηταῖς τὸ [[ὄργανον]] τῆς κινήσεως προστίθεται κατ’ αἰτιατ., ἐκβὰς.... ἁρμάτων [[πόδα]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 802· πρβλ. βαίνω ΙΙ. 4. ΙΙ. μεταφ., 1) [[ἀποβαίνω]], Λατ. evadere, Ἡρόδ. 7. 209, 221, Θουκ., κτλ.: - ἐκπληροῦμαι, ἐπὶ προφητειῶν, κτλ. Δημ. 349. 17· - [[ὡσαύτως]], τοιοῦτον ἐκβέβηκεν Σοφ. Τρ. 672· κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ’ οὑμὸς [[πόσις]], ἀπεδείχθη κάκιστος κτλ., Εὐρ. Μήδ. 229· κατὰ νοῦν ἐκβ. τινὶ Πλάτ. Μενέξ. 247D· πρβλ. Δημ. 14. 3: - τὰ ἐκβησόμενα, τὰ μέλλοντα ἐκβαίνειν, Ἡρόδ. 7. 209, 221, κτλ.· τὸ ἐκβάν, τὰ ἐκβαίνοντα Δημ. 12. 6. κτλ. 2) [[ἐξέρχομαι]] τοῦ προσήκοντος μέτρου, [[ὑπερβαίνω]] τὸ [[ὅριον]], ἐς τοῦτ’ ἐκβέβηκ’ ἀλγηδόνος Εὐρ. Μήδ. 56· ποῖ ποτ’ ἐξέβης λόγῳ; Σοφ. Φ. 896· ἐξέβην γὰρ [[ἄλλοσε]], ἐπλανήθην ἀλλαχοῦ κατὰ διάνοιαν, Εὐρ. Ι. Τ. 781· ἐπὶ συγγραφῆς, [[κάμνω]] παρέκβασιν, [[ἐπάνειμι]] [[ἔνθεν]] ἐξέβην Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 1, πρβλ. 7. 4, 1, Δημ. 298. 12. 3) [[λήγω]], [[λαμβάνω]] [[τέλος]], πρὶν ἐκβῆναι τῷ ἀδελφῷ τὴν στρατηγίαν Ἀππ. Στρ. 23. Β. Μεταβατ. ἐν τῷ α΄ ἀορ. -έβησα, [[ἐκβιβάζω]], [[ἀποβιβάζω]] ἐκ πλοίου, ἐκ δ’ ἑκατόμβην βῆσαν Ἰλ. Α. 438· οἱ δ’ ἐκβήσαντες (σε δηλ.) ἔβησαν ([[ἔνθα]] τὸ ἔβησαν [[εἶναι]] ἀόρ. β΄), ἀποβιβάσαντές σε ἐκ τοῦ πλοίου ἀπῆλθον, Ὀδ. Ω. 301· ἐς γαῖαν ἐξέβησε αὐτὸν Εὐρ. Ἑλ. 1616. | |lstext='''ἐκβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι: ἀόρ. ἐξέβην: - [[ἐξέρχομαι]], «βγαίνω», [[μετὰ]] γεν. πέτρης ἐκβαίνοντα Ἰλ. Δ. 107· ἔκβαιν’ ἀπήνης Αἰσχύλ. Ἀγ. 906· ἐκβ. ἐκ νεὼς Θουκ. 1. 137 ([[οὕτως]] ἐν τμήσει, ἐκ δὲ Χρυσηΐς νηὸς βῆ Ἰλ. Α. 439): - ἀπολ., ἀποβιβάζομαι ἐκ πλοίου ἢ [[καταβαίνω]] ἐξ ἅρματος, «[[πεζεύω]]», ἐκ δ’ ἔβαν αὐτοὶ Γ. 113, πρβλ. 1. 437, Ἡρόδ. 4. 196, κτλ.· [[ἐξέρχομαι]] ἐκ τῆς θαλάσσης, μή πώς μ’ ἐκβαίνοντα βάλῃ λιθάκι [[ποτὶ]] πέτρῃ [[κῦμα]] μέγ’ ἁρπάξαν Ὀδ. Ε. 415., Η. 278· καὶ παρ’ Ἱστορικοῖς, [[ἐξέρχομαι]] ἐκ χαράδρας, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3· [[ἀναβαίνω]] πρὸς τὰ ἄνω, κατεστρατοπεδεύσαντο ἐπὶ λόφον ἐκβάντες [[αὐτόθι]] 6. 3, 20· [[κυρίως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, σπανίως δὲ καὶ ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, βοὴ.... ἐξέβη Σοφ. Αἴ. 892. 2) [[ἐξέρχομαι]], [[ἀπέρχομαι]], Λατ. egredi, ἐκβαίνουσαν τὴν ψυχὴν ἐκ τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδων 77D· ἐκ τῆς νομοθεσίας ὁ αὐτ. Νόμ. 744Α· ἐκ τοῦ πολέμου Πολύβ.: - [[μετὰ]] γεν., μὴ ἐκβάντας τύχης Εὐρ. Ι. Τ. 907· ἐκβ. τῆς [[ἑαυτοῦ]] ἰδέας Πλάτ. Πολ. 380D· [[ἔνθεν]] ἐκβ. ὁ αὐτ. Τίμ. 44Ε. 3) μετ’ αἰτ., [[ἐξέρχομαι]], [[ὑπερβαίνω]], [[παραβαίνω]], γαίας ὅρια Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 82· τὴν ἡλικίαν τοῦ γεννᾶν Πλάτ. Πολ. 461Β, πρβλ. 537D· τὸν ὅρκον ὁ αὐτ. Συμπ. 183Β· τὸ [[μέσον]] Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 16. 4) παρὰ ποιηταῖς τὸ [[ὄργανον]] τῆς κινήσεως προστίθεται κατ’ αἰτιατ., ἐκβὰς.... ἁρμάτων [[πόδα]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 802· πρβλ. βαίνω ΙΙ. 4. ΙΙ. μεταφ., 1) [[ἀποβαίνω]], Λατ. evadere, Ἡρόδ. 7. 209, 221, Θουκ., κτλ.: - ἐκπληροῦμαι, ἐπὶ προφητειῶν, κτλ. Δημ. 349. 17· - [[ὡσαύτως]], τοιοῦτον ἐκβέβηκεν Σοφ. Τρ. 672· κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ’ οὑμὸς [[πόσις]], ἀπεδείχθη κάκιστος κτλ., Εὐρ. Μήδ. 229· κατὰ νοῦν ἐκβ. τινὶ Πλάτ. Μενέξ. 247D· πρβλ. Δημ. 14. 3: - τὰ ἐκβησόμενα, τὰ μέλλοντα ἐκβαίνειν, Ἡρόδ. 7. 209, 221, κτλ.· τὸ ἐκβάν, τὰ ἐκβαίνοντα Δημ. 12. 6. κτλ. 2) [[ἐξέρχομαι]] τοῦ προσήκοντος μέτρου, [[ὑπερβαίνω]] τὸ [[ὅριον]], ἐς τοῦτ’ ἐκβέβηκ’ ἀλγηδόνος Εὐρ. Μήδ. 56· ποῖ ποτ’ ἐξέβης λόγῳ; Σοφ. Φ. 896· ἐξέβην γὰρ [[ἄλλοσε]], ἐπλανήθην ἀλλαχοῦ κατὰ διάνοιαν, Εὐρ. Ι. Τ. 781· ἐπὶ συγγραφῆς, [[κάμνω]] παρέκβασιν, [[ἐπάνειμι]] [[ἔνθεν]] ἐξέβην Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 1, πρβλ. 7. 4, 1, Δημ. 298. 12. 3) [[λήγω]], [[λαμβάνω]] [[τέλος]], πρὶν ἐκβῆναι τῷ ἀδελφῷ τὴν στρατηγίαν Ἀππ. Στρ. 23. Β. Μεταβατ. ἐν τῷ α΄ ἀορ. -έβησα, [[ἐκβιβάζω]], [[ἀποβιβάζω]] ἐκ πλοίου, ἐκ δ’ ἑκατόμβην βῆσαν Ἰλ. Α. 438· οἱ δ’ ἐκβήσαντες (σε δηλ.) ἔβησαν ([[ἔνθα]] τὸ ἔβησαν [[εἶναι]] ἀόρ. β΄), ἀποβιβάσαντές σε ἐκ τοῦ πλοίου ἀπῆλθον, Ὀδ. Ω. 301· ἐς γαῖαν ἐξέβησε αὐτὸν Εὐρ. Ἑλ. 1616. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐκβήσομαι, <i>ao.</i> ἐξέβην, <i>pf.</i> ἐκβέβηκα;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> sortir : [[ἐκ]] [[νεώς]] THC d’un vaisseau ; <i>abs.</i> débarquer ; ἐκβ. ἀπήνης ESCHL descendre d’un char ; <i>particul.</i> sortir d’un lieu profond (fossé, ravin, <i>etc.</i>) pour remonter ; s’avancer en montant : πρὸς τὰ ὄρη, ἐπὶ λόφον, ἐπὸ τοὺς [[ἄνω]] πολεμίους XÉN vers les montagnes, sur la colline, vers l’ennemi posté sur les hauteurs ; <i>fig.</i> sortir de son sujet, faire une digression : [[ἐπάνειμι]] [[ἔνθεν]] ἐξέβην XÉN je reviens au point d’où je me suis écarté;<br /><b>2</b> partir d’un point pour aboutir à : [[ἐκ]] παίδων [[εἰς]] τὸ μειρακιοῦσθαι XÉN de l’enfance arriver à la jeunesse ; en venir à : [[εἰς]] τοῦτ’ ἐκβέβηκ’ ἀλγηδόνος EUR j’en suis venu à ce point de souffrance ; <i>en gén.</i> arriver, devenir : τοιοῦτον ἐκβέβηκεν SOPH voilà ce qui est arrivé ; [[κάκιστος]] [[ἀνδρῶν]] ἐκβέβηκε EUR il est devenu le plus funeste des hommes;<br /><b>3</b> dépasser, franchir, acc.;<br /><b>II.</b> <i>tr. (ao.</i> ἐξέβησα) faire sortir, <i>particul.</i> faire débarquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[βαίνω]]. | |||
}} | }} |