εἰσπεράω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσπεράω''': μέλλ. -άσω ᾱ, Ἰων. -ήσω, διαπερῶ [[ἀπέναντι]] εἰς, Χαλκίδα τ’ εἰσεπέρησα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 653.
|lstext='''εἰσπεράω''': μέλλ. -άσω ᾱ, Ἰων. -ήσω, διαπερῶ [[ἀπέναντι]] εἰς, Χαλκίδα τ’ εἰσεπέρησα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 653.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />passer la mer pour aller dans.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[περάω]].
}}
}}