3,274,447
edits
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπάτιος''': ᾰ, α, ον, ([[πάτος]]) ἔξω τοῦ κοινοῦ δρόμου, [[ἀσυνήθης]], [[ὑπερβολικός]], ἐκπατίοις ἄλγεσι παίδων Αἰσχύλ. Ἀγ. 50, [[ἔνθα]] ἄλλοι ἄλλως ἑρμηνεύουσιν. - Ἐπίρρ. ἐκπατίως, «τὸ ἐκτρόπως καὶ παραδόξως, ἐκπατίως» Γρηγόρ. Κορίνθου, σ. 566, ἔκδ. Schaefer, πρβλ. Ἐρωτιαν. σ. 170. | |lstext='''ἐκπάτιος''': ᾰ, α, ον, ([[πάτος]]) ἔξω τοῦ κοινοῦ δρόμου, [[ἀσυνήθης]], [[ὑπερβολικός]], ἐκπατίοις ἄλγεσι παίδων Αἰσχύλ. Ἀγ. 50, [[ἔνθα]] ἄλλοι ἄλλως ἑρμηνεύουσιν. - Ἐπίρρ. ἐκπατίως, «τὸ ἐκτρόπως καὶ παραδόξως, ἐκπατίως» Γρηγόρ. Κορίνθου, σ. 566, ἔκδ. Schaefer, πρβλ. Ἐρωτιαν. σ. 170. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qui sort des routes frayées, extraordinaire, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πατέω]]. | |||
}} | }} |