ἔκκρουστος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκκρουστος''': -ον, ἀποκρουσθείς: ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 542, φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν ἔννοιαν τοῦ [[ἔκτυπος]].
|lstext='''ἔκκρουστος''': -ον, ἀποκρουσθείς: ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 542, φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν ἔννοιαν τοῦ [[ἔκτυπος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />repoussé, travaillé en relief.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκκρούω]].
}}
}}