ἐκπλέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι: Ἰων. [[ἐκπλώω]]: ἀόρ. -έπλωσα. Ἀποπλέω, [[ἀπαίρω]], «[[κάμνω]] πανιά», Ἡρόδ. 6. 5, κτλ., Τραγ., κλ.· τῆσδ’ ἐκπλ. χθονὸς Σοφ. Φ. 1375· ἐκ τῆσδε γῆς [[αὐτόθι]] 577· ἐκπλ. εἰς... Ἡρόδ. 6. 22, κτλ.· κατά τι, εἰς ἀναζήτησίν τινος, ὁ αὐτ. 2. 44, 152· ἐπί τινα, [[ἐναντίον]]..., Θουκ. 1. 37· ― ἐπὶ ἰχθύων τρεφομένων ἐν λίμναις, [[ἐπεάν]] σφεας ἐσίῃ [[οἶστρος]] κυΐσκεσθαι, ἀγεληδὸν ἐκπλώουσι ἐς θάλασσαν Ἡρόδ. 2. 93. 2) μεταφ., ἐκπλεῖν τοῦ νοῦ, τῶν φρενῶν, ἔξω φρενῶν γίνεσθαι, ὁ αὐτ. 3. 155. ΙΙ. σπανίως μετ’ αἰτ. τόπου, [[πλέων]] [[παρέρχομαι]], [[παραπλέω]], τὸ [[ἔθνος]] τῶν Ἰχθυοφάγων Ἀρρ. Ἰνδ. 29. 7· ἐκπεπλευκότες Λυκόφρ. 1084, [[ἔνθα]] διάφ. γρ. ἐκπεπτωκότες, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 645· - ἀλλὰ περὶ τοῦ ἐν Ἡροδ. (5. 103) ἐκπλώσαντές τε ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον, ἴδε ἔξω Ι. 1. β. 2) [[μετὰ]] συστοίχου αἰτιατ., ἐκπλ. τὸν [[ὕστερον]] πλοῦν Δημ. 1186. 12. ΙΙΙ. μεταβ., ἐκπλ. εἰς τὴν εὐρυχωρίαν τὰς τῶν πολεμίων [[ναῦς]], «βουλόμενοι νὰ ἐκπλεύσωσιν εἰς τὴν εὐρυχωρίαν καὶ [[ἐντεῦθεν]] ν’ ἀποφύγωσι τὰς [[ναῦς]] τῶν Πελοποννησίων» (Δούκας), Θουκ. 8. 102. Πρβλ. [[ἐξορμάω]], [[ἐκποτάομαι]].
|lstext='''ἐκπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι: Ἰων. [[ἐκπλώω]]: ἀόρ. -έπλωσα. Ἀποπλέω, [[ἀπαίρω]], «[[κάμνω]] πανιά», Ἡρόδ. 6. 5, κτλ., Τραγ., κλ.· τῆσδ’ ἐκπλ. χθονὸς Σοφ. Φ. 1375· ἐκ τῆσδε γῆς [[αὐτόθι]] 577· ἐκπλ. εἰς... Ἡρόδ. 6. 22, κτλ.· κατά τι, εἰς ἀναζήτησίν τινος, ὁ αὐτ. 2. 44, 152· ἐπί τινα, [[ἐναντίον]]..., Θουκ. 1. 37· ― ἐπὶ ἰχθύων τρεφομένων ἐν λίμναις, [[ἐπεάν]] σφεας ἐσίῃ [[οἶστρος]] κυΐσκεσθαι, ἀγεληδὸν ἐκπλώουσι ἐς θάλασσαν Ἡρόδ. 2. 93. 2) μεταφ., ἐκπλεῖν τοῦ νοῦ, τῶν φρενῶν, ἔξω φρενῶν γίνεσθαι, ὁ αὐτ. 3. 155. ΙΙ. σπανίως μετ’ αἰτ. τόπου, [[πλέων]] [[παρέρχομαι]], [[παραπλέω]], τὸ [[ἔθνος]] τῶν Ἰχθυοφάγων Ἀρρ. Ἰνδ. 29. 7· ἐκπεπλευκότες Λυκόφρ. 1084, [[ἔνθα]] διάφ. γρ. ἐκπεπτωκότες, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 645· - ἀλλὰ περὶ τοῦ ἐν Ἡροδ. (5. 103) ἐκπλώσαντές τε ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον, ἴδε ἔξω Ι. 1. β. 2) [[μετὰ]] συστοίχου αἰτιατ., ἐκπλ. τὸν [[ὕστερον]] πλοῦν Δημ. 1186. 12. ΙΙΙ. μεταβ., ἐκπλ. εἰς τὴν εὐρυχωρίαν τὰς τῶν πολεμίων [[ναῦς]], «βουλόμενοι νὰ ἐκπλεύσωσιν εἰς τὴν εὐρυχωρίαν καὶ [[ἐντεῦθεν]] ν’ ἀποφύγωσι τὰς [[ναῦς]] τῶν Πελοποννησίων» (Δούκας), Θουκ. 8. 102. Πρβλ. [[ἐξορμάω]], [[ἐκποτάομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐκπλεύσομαι, <i>ao.</i> ἐξέπλευσα;<br /><b>1</b> sortir du port, lever l’ancre, mettre à la voile, appareiller : [[ἐπί]] τινα pour une expédition contre qqn ; [[κατά]] [[τι]] pour aller à la recherche de qch ; [[ἔξω]] τὸν Ἑλλήσποντον HDT franchir l’Hellespont;<br /><b>2</b> naviguer hors de ; <i>en parl. de poissons</i> nager hors de, émigrer ; <i>fig.</i> [[ἐκ]] [[τοῦ]] νόου <i>ou</i> [[ἐκ]] [[τῶν]] φρενῶν HDT sortir de son bon sens, perdre la raison.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πλέω]].
}}
}}