ἐκτάδιος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτάδιος''': ᾰ, η, ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, [[μέγας]], [[μακρός]], στεινή τ’ ἐκτάδιός τε πέλει Ὀππ. Κ. 3. 276· ([[ἐκτείνω]]), χλαῖναν... διπλῆν, ἐκταδίην, «μεγάλην, [[ὥστε]] διπλῇ χρῆσθαι» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Κ. 134· ἐκτ. ὅπλα Ὀρφ. Ἀργ. 357· [[οὔρεα]] Διον. Π. 643.
|lstext='''ἐκτάδιος''': ᾰ, η, ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, [[μέγας]], [[μακρός]], στεινή τ’ ἐκτάδιός τε πέλει Ὀππ. Κ. 3. 276· ([[ἐκτείνω]]), χλαῖναν... διπλῆν, ἐκταδίην, «μεγάλην, [[ὥστε]] διπλῇ χρῆσθαι» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Κ. 134· ἐκτ. ὅπλα Ὀρφ. Ἀργ. 357· [[οὔρεα]] Διον. Π. 643.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />étendu ; ample (vêtement).<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτείνω]].
}}
}}