ἐκτίλλω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτίλλω''': μέλλ. -τῐλῶ, μαδῶ, τρίχας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 5, κ. ἀλλ.· πτερὸν [[αὐτόθι]] 3. 12, 5: - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπου, κόμην ἐκτετιλμένος Ἀνακρ. 19. ΙΙ. μαδῶ, γυμνώνω, τὴν τράμην Ἱππῶναξ ἐν Ἀποσπ. 81· τὴν ῥοδωνιὰν Δημ. 1251. 28. 2) ἀφαιρῶ τὰ φύλλα ἀπό τινος, [[ὀρίγανον]], [[κρόμμυον]] Ἀριστ. π. Θαυμ. 41, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 7.
|lstext='''ἐκτίλλω''': μέλλ. -τῐλῶ, μαδῶ, τρίχας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 5, κ. ἀλλ.· πτερὸν [[αὐτόθι]] 3. 12, 5: - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπου, κόμην ἐκτετιλμένος Ἀνακρ. 19. ΙΙ. μαδῶ, γυμνώνω, τὴν τράμην Ἱππῶναξ ἐν Ἀποσπ. 81· τὴν ῥοδωνιὰν Δημ. 1251. 28. 2) ἀφαιρῶ τὰ φύλλα ἀπό τινος, [[ὀρίγανον]], [[κρόμμυον]] Ἀριστ. π. Θαυμ. 41, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 7.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> arracher les cheveux;<br /><b>2</b> <i>en parl. d’animaux</i> arracher les poils <i>ou</i> les plumes;<br /><b>3</b> <i>en parl. de fruits</i> ôter les feuilles, la pelure;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> arracher (un plant, une fleur, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τίλλω]].
}}
}}