ἐλαφρός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαφρός''': -ά, -όν, καὶ ἐν Πινδ. Ν. 5. 38, ός, όν, (ἴδε [[ἐλαχύς]]): - [[ἐλαφρός]], ἐπὶ βάρους, Λατ. levis, ἀντίθετον τῷ [[βαρύς]], τόν οἱ ἐλ. ἔθηκε (ἐνν. λᾶαν) Ἰλ. Μ. 450· ξύλου ἐλαφρότερα Ἡρόδ. 3. 23· καὶ παρ’ Ἀττ., ὡς ἐν Πλάτ. Τιμ. 63C, κλ.· ἐν ἐπιτυμβ., γαῖαν ἔχοις ἐλαφρὰν, sit tibi terra levis, Ἐπίγραμμ. Ἑλλ. 195· - ἐπίρρ., ἐλαφρῶς, τὰ (ἐνν. ξύλα) οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς Ὀδ. Ε. 240. 2) [[ἐλαφρός]], «ὑποφερτός», οὐχὶ [[βαρύς]], [[εὔκολος]], καί κεν ἐλαφρότερος [[πόλεμος]] Τρώεσσι γένοιτο Ἰλ. Χ. 287· συμφορὰν ἐλαφροτέραν καταστῆσαι Ἀντιφῶν 124. 3· ἐλαφρόν ἐστι, [[εἶναι]] εὔκολον, Πινδ. Ν. 7. 113, Αἰσχύλ. Πρ. 263, κτλ.· ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι, θεωρεῖν τι εὔκολον, Ἡρόδ. 3. 154· οὐκ ἐν ἐλ. π., Λατ. graviter ferre, ὁ αὐτ. 1. 118· οὐκ ἐν ἐλαφρῷ, οὐχὶ εὔκολον [[πρᾶγμα]], Θεόκρ. 22. 212: - Ἐπίρρ. ἐλαφρῶς, ἐλαφρῶς φέρειν ζυγὸν Πινδ. Π. 2. 171. 3) εὐκόλως χωνευόμενος, [[εὔπεπτος]], ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 137Α. ΙΙ. εὐκόλως κινούμενος, [[εὐκίνητος]], Λατ. agilis, γυῖα δ’ ἔθηκεν ἐλαφρὰ Ἰλ. Ε. 122· ἦ μάλ’ ἐλ. [[ἀνήρ]], ὡς [[ῥεῖα]] κυβιστᾷ Π. 745· ἐλαφρὸς ποσσὶ Ψ. 749· χεῖρες ἐπαΐσσονται ἐλαφραὶ Ψ. 628· [[κίρκος]]... ἐλαφρότατος πετεηνῶν Χ. 139, πρβλ. Ὀδ. Ν. 87· ἵπποι ἐλαφρότατοι θείειν Γ. 370· ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς Αἰσχύλ. Πρ. 125· ἐλαφρῷ ποδὶ [[αὐτόθι]] 279· ἐλαφρὰ [[ἡλικία]], ἡ [[ἡλικία]] τῆς ζωηρᾶς καὶ εὐκινήτου νεότητος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 27: - ἀλλ’ οἱ ἐλαφροί, οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι στρατιῶται, Λατ. levis armatura, ὁ αὐτ. Ἀνάβ. 4. 2, 27· - μεταφ., πόλιας θῆκεν ἐλαφροτέρας, κατέστησε τὴν κατάστασιν αὐτῶν καλλιτέραν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 905. ΙΙΙ. μεταφ. [[ὡσαύτως]], ἐλαφρῶς σκεπτόμενος, ἐλαφρόνους, ἄστατος, ἄσκεπτος, Πολύβ. 6. 56, 11· ἐνεὶς ἐλαφρὰν λύσσαν, ἐνθεὶς ἐλαφρὰν παραφροσύνην, Εὐρ. Βάκχ. 851· - [[ὡσαύτως]], [[πρᾶος]], [[ἥσυχος]], Ἰσοκρ. 239Β, Πλάτ. Ἐπιστ. 360C. 2) [[μικρός]], Λατ. tenuis, ποταμὸς Πολύβ. 16. 17, 7· μικρὰν ἔχων δύναμιν ἢ ἰσχύν, πόλεις ὁ αὐτ. 5. 62, 6.
|lstext='''ἐλαφρός''': -ά, -όν, καὶ ἐν Πινδ. Ν. 5. 38, ός, όν, (ἴδε [[ἐλαχύς]]): - [[ἐλαφρός]], ἐπὶ βάρους, Λατ. levis, ἀντίθετον τῷ [[βαρύς]], τόν οἱ ἐλ. ἔθηκε (ἐνν. λᾶαν) Ἰλ. Μ. 450· ξύλου ἐλαφρότερα Ἡρόδ. 3. 23· καὶ παρ’ Ἀττ., ὡς ἐν Πλάτ. Τιμ. 63C, κλ.· ἐν ἐπιτυμβ., γαῖαν ἔχοις ἐλαφρὰν, sit tibi terra levis, Ἐπίγραμμ. Ἑλλ. 195· - ἐπίρρ., ἐλαφρῶς, τὰ (ἐνν. ξύλα) οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς Ὀδ. Ε. 240. 2) [[ἐλαφρός]], «ὑποφερτός», οὐχὶ [[βαρύς]], [[εὔκολος]], καί κεν ἐλαφρότερος [[πόλεμος]] Τρώεσσι γένοιτο Ἰλ. Χ. 287· συμφορὰν ἐλαφροτέραν καταστῆσαι Ἀντιφῶν 124. 3· ἐλαφρόν ἐστι, [[εἶναι]] εὔκολον, Πινδ. Ν. 7. 113, Αἰσχύλ. Πρ. 263, κτλ.· ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι, θεωρεῖν τι εὔκολον, Ἡρόδ. 3. 154· οὐκ ἐν ἐλ. π., Λατ. graviter ferre, ὁ αὐτ. 1. 118· οὐκ ἐν ἐλαφρῷ, οὐχὶ εὔκολον [[πρᾶγμα]], Θεόκρ. 22. 212: - Ἐπίρρ. ἐλαφρῶς, ἐλαφρῶς φέρειν ζυγὸν Πινδ. Π. 2. 171. 3) εὐκόλως χωνευόμενος, [[εὔπεπτος]], ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 137Α. ΙΙ. εὐκόλως κινούμενος, [[εὐκίνητος]], Λατ. agilis, γυῖα δ’ ἔθηκεν ἐλαφρὰ Ἰλ. Ε. 122· ἦ μάλ’ ἐλ. [[ἀνήρ]], ὡς [[ῥεῖα]] κυβιστᾷ Π. 745· ἐλαφρὸς ποσσὶ Ψ. 749· χεῖρες ἐπαΐσσονται ἐλαφραὶ Ψ. 628· [[κίρκος]]... ἐλαφρότατος πετεηνῶν Χ. 139, πρβλ. Ὀδ. Ν. 87· ἵπποι ἐλαφρότατοι θείειν Γ. 370· ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς Αἰσχύλ. Πρ. 125· ἐλαφρῷ ποδὶ [[αὐτόθι]] 279· ἐλαφρὰ [[ἡλικία]], ἡ [[ἡλικία]] τῆς ζωηρᾶς καὶ εὐκινήτου νεότητος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 27: - ἀλλ’ οἱ ἐλαφροί, οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι στρατιῶται, Λατ. levis armatura, ὁ αὐτ. Ἀνάβ. 4. 2, 27· - μεταφ., πόλιας θῆκεν ἐλαφροτέρας, κατέστησε τὴν κατάστασιν αὐτῶν καλλιτέραν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 905. ΙΙΙ. μεταφ. [[ὡσαύτως]], ἐλαφρῶς σκεπτόμενος, ἐλαφρόνους, ἄστατος, ἄσκεπτος, Πολύβ. 6. 56, 11· ἐνεὶς ἐλαφρὰν λύσσαν, ἐνθεὶς ἐλαφρὰν παραφροσύνην, Εὐρ. Βάκχ. 851· - [[ὡσαύτως]], [[πρᾶος]], [[ἥσυχος]], Ἰσοκρ. 239Β, Πλάτ. Ἐπιστ. 360C. 2) [[μικρός]], Λατ. tenuis, ποταμὸς Πολύβ. 16. 17, 7· μικρὰν ἔχων δύναμιν ἢ ἰσχύν, πόλεις ὁ αὐτ. 5. 62, 6.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />léger :<br /><b>A.</b> leste, agile ; <i>particul.</i> léger pour marcher <i>ou</i> pour courir, léger à la course : ἐλαφρὰ [[ἡλικία]] XÉN l’âge où l’on est agile, <i>càd</i> propre aux fatigues de la guerre;<br /><b>B.</b> léger de poids :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> ἐλαφρὸς [[λᾶας]] IL pierre légère ; [[οἱ]] ἐλαφροί XÉN les troupes légères (<i>cf. lat.</i> levis armatura) ; léger à l’estomac, facile à digérer;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> léger, facile à supporter, tolérable : [[ἐν]] ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί [[τι]] HDT supporter légèrement, facilement qch ; ἐλαφρόν ἐστι avec l’inf. ESCHL c’est chose facile de;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> facile, doux : τινι, pour qqn.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἔλαφος]].
}}
}}