ἔκφυλος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκφῡλος''': -ον, ἐκτὸς τῆς φυλῆς, [[ξένος]], μὴ [[συγγενής]], ἀλλόφυλος, Στράβων 197, Λουκ. Λεξιφ. 24: - μεταφ., [[ξένος]], [[ἀλλόκοτος]], [[παράξενος]], Πλουτ. Βροῦτ. 36, πρβλ. Καίσ. 69. - Ἀντίθετον τῷ [[ἔμφυλος]].
|lstext='''ἔκφῡλος''': -ον, ἐκτὸς τῆς φυλῆς, [[ξένος]], μὴ [[συγγενής]], ἀλλόφυλος, Στράβων 197, Λουκ. Λεξιφ. 24: - μεταφ., [[ξένος]], [[ἀλλόκοτος]], [[παράξενος]], Πλουτ. Βροῦτ. 36, πρβλ. Καίσ. 69. - Ἀντίθετον τῷ [[ἔμφυλος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> d’une tribu étrangère ; étranger <i>en gén.</i><br /><b>2</b> étrange, extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φυλή]].
}}
}}