3,273,446
edits
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκπαγλος''': -ον, παλαιὰ Ἐπ. [[λέξις]], πιθανῶς (κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Εὐστ.) κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ τοῦ ἔκπλαγος (παρὰ τὸ [[ἐκπλήσσω]]), [[φοβερός]], [[φρικτός]], [[ἐκπληκτικός]]: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὧδ’ [[ἔκπαγλος]] ἐὼν καὶ [[θαρσαλέος]] [[πολεμιστής]], περὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 589· πάντων ἐκπαγλότατ’ ἀνδρῶν, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως [[πάλιν]], Α. 146, Σ. 170· περὶ ἄλλων ἡρώων, Υ. 389, Φ. 452. 2) [[ἐνίοτε]] ἐπὶ πραγμάτων, ὡς χειμὼν [[ἔκπαγλος]] Ὀδ. Ξ. 522· ἐκπάγλοις ἐπέεσσι Ἰλ. Ο. 198, Ὀδ. Θ. 77· ἔδδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπὴν Κ. 448, πρβλ. Ρ. 216. 3) τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίρρ., φοβερῶς, ἐκπληκτικῶς, ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν, «[[ἤγουν]], ὡς ἂν ἐκπλαγείῃ τις» Εὐστ., Ἰλ. Λ. 268· [[μεγάλως]], ὑπερβολικῶς, ἐκπάγλως κοτέοντο Β. 223· εἰ δέ τις ἐκπάγλως ἐθέλει οἰκόνδε νέεσθαι [[αὐτόθι]] 357· μαίνεται Ι. 238· ὠδύσατ’ ἐκπάγλως Ὀδ. Ε. 340· ἐκπάγλως ἤχθηρε Λ. 437· ἐκπάγλως... ὀδύρεται Ο. 355: - [[ὡσαύτως]] κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ἔκπαγλον ἐπεύξατο Ἰλ. Ν. 413, κτλ.· οὐ γὰρ ἐγώ σ’ ἔκπ. ἀεικιῶ, Χ. 256· καὶ κατὰ πληθ., ἔκπαγλα φιλεῖν, ὑπερμέτρως ἀγαπᾶν, Ἰλ. Γ. 415, Ε. 423. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἡ [[λέξις]] σημαίνει [[ἁπλῶς]]: [[θαυμαστός]], [[θαυμάσιος]], ἀνὴρ ἔκπ. Πινδ. Π. 4. 140· σθένει [[ἔκπαγλος]] Ι. 7 (6). 30· ἐν πόνοις [[ἔκπαγλος]] Ι. 6 (5). 80: - οὐχὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. ποιητ., ἔκπ. κακόν, [[τέρας]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 862, Χο. 548· δείπνων ἀρρήτων ἔκπαγλ’ ἄχθη Σοφ. Ἠλ. 204. - Ἐπίρρ. ἔκπαγλα, θαυμαστῶς, ὑπερφυῶς, Σοφ. Ο. Κ. 719, καὶ (κατὰ τὸν Δινδ.) Ἀντ. 1137· ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ μόνον [[ἅπαξ]], ὅπλα τὰ ἐκπαγλότατα Ξεν. Ἱέρ. 11, 3: - πρβλ. [[ἐκπαγλέομαι]]. | |lstext='''ἔκπαγλος''': -ον, παλαιὰ Ἐπ. [[λέξις]], πιθανῶς (κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Εὐστ.) κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ τοῦ ἔκπλαγος (παρὰ τὸ [[ἐκπλήσσω]]), [[φοβερός]], [[φρικτός]], [[ἐκπληκτικός]]: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὧδ’ [[ἔκπαγλος]] ἐὼν καὶ [[θαρσαλέος]] [[πολεμιστής]], περὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 589· πάντων ἐκπαγλότατ’ ἀνδρῶν, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως [[πάλιν]], Α. 146, Σ. 170· περὶ ἄλλων ἡρώων, Υ. 389, Φ. 452. 2) [[ἐνίοτε]] ἐπὶ πραγμάτων, ὡς χειμὼν [[ἔκπαγλος]] Ὀδ. Ξ. 522· ἐκπάγλοις ἐπέεσσι Ἰλ. Ο. 198, Ὀδ. Θ. 77· ἔδδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπὴν Κ. 448, πρβλ. Ρ. 216. 3) τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίρρ., φοβερῶς, ἐκπληκτικῶς, ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν, «[[ἤγουν]], ὡς ἂν ἐκπλαγείῃ τις» Εὐστ., Ἰλ. Λ. 268· [[μεγάλως]], ὑπερβολικῶς, ἐκπάγλως κοτέοντο Β. 223· εἰ δέ τις ἐκπάγλως ἐθέλει οἰκόνδε νέεσθαι [[αὐτόθι]] 357· μαίνεται Ι. 238· ὠδύσατ’ ἐκπάγλως Ὀδ. Ε. 340· ἐκπάγλως ἤχθηρε Λ. 437· ἐκπάγλως... ὀδύρεται Ο. 355: - [[ὡσαύτως]] κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ἔκπαγλον ἐπεύξατο Ἰλ. Ν. 413, κτλ.· οὐ γὰρ ἐγώ σ’ ἔκπ. ἀεικιῶ, Χ. 256· καὶ κατὰ πληθ., ἔκπαγλα φιλεῖν, ὑπερμέτρως ἀγαπᾶν, Ἰλ. Γ. 415, Ε. 423. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἡ [[λέξις]] σημαίνει [[ἁπλῶς]]: [[θαυμαστός]], [[θαυμάσιος]], ἀνὴρ ἔκπ. Πινδ. Π. 4. 140· σθένει [[ἔκπαγλος]] Ι. 7 (6). 30· ἐν πόνοις [[ἔκπαγλος]] Ι. 6 (5). 80: - οὐχὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. ποιητ., ἔκπ. κακόν, [[τέρας]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 862, Χο. 548· δείπνων ἀρρήτων ἔκπαγλ’ ἄχθη Σοφ. Ἠλ. 204. - Ἐπίρρ. ἔκπαγλα, θαυμαστῶς, ὑπερφυῶς, Σοφ. Ο. Κ. 719, καὶ (κατὰ τὸν Δινδ.) Ἀντ. 1137· ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ μόνον [[ἅπαξ]], ὅπλα τὰ ἐκπαγλότατα Ξεν. Ἱέρ. 11, 3: - πρβλ. [[ἐκπαγλέομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> effrayant, terrible ; <i>adv.</i> • ἔκπαγλον IL, • ἔκπαγλα IL terriblement;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> étonnant, merveilleux, extraordinaire ; <i>adv.</i> • ἔκπαγλα merveilleusement.<br />'''Étymologie:''' par métath. p. *ἔκπλαγος, de [[ἐκπλήσσω]]. | |||
}} | }} |