σκυθρός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκυθρός''': -ά, -όν, (√ΣΚΥΔ, [[σκύζομαι]]), ὠργισμένος, δυσηρεστημένος, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, Ἄρατ. 1120. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυγνὸς τὰς ὄψεις, [[χαλεπός]], [[ὠμός]], [[σκυθρωπός]]».
|lstext='''σκυθρός''': -ά, -όν, (√ΣΚΥΔ, [[σκύζομαι]]), ὠργισμένος, δυσηρεστημένος, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, Ἄρατ. 1120. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυγνὸς τὰς ὄψεις, [[χαλεπός]], [[ὠμός]], [[σκυθρωπός]]».
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />sombre, triste, chagrin.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυδ, être sombre ; cf. [[σκύζομαι]], [[σκυδμαίνω]].
}}
}}