ἐλλόβιον: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλλόβιον''': τό, (λοβὸς) τὸ τιθέμενον εἰς τὸν λοβὸν τοῦ [[ὠτός]], [[ἐνώτιον]], Λατ. inauris, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 29, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 3. 203.
|lstext='''ἐλλόβιον''': τό, (λοβὸς) τὸ τιθέμενον εἰς τὸν λοβὸν τοῦ [[ὠτός]], [[ἐνώτιον]], Λατ. inauris, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 29, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 3. 203.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />pendant d’oreilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[λοβός]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἄρτημα]], δίοπαι, [[ἕλιξ]]², [[ἕρμα]]².
}}
}}