στείβω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στείβω''': Ἐπικ. παρατ. στεῖβον Ὅμ., Ἰωνικ. στείβεσκον Κόϊντ. Σμ. 1. 352· μέλλ. στείψω Ἀπολλιν. ἐν Παλ. Διαθ.· ἀόρ. ἔστειψα (κατ-) Σοφ. Ο. Κ. 467. (Ἐκ τῆς √ΣΤΙΒ παράγονται [[ὡσαύτως]] στιβέω, στίβος, ἀστιβής, -στιβάς, στιβαρός, στιπτός, καὶ [[μετὰ]] μακρᾶς παραληγ. στῖφος, στοιβή, στοιβάζω· πιθανῶς συγγεν. τῇ √ΣΤΕΜΦ, [[στέμβω]]). Πατῶ, καταπατῶ ὑπὸ τοὺς πόδας μου, «τσαλαπατῶ», ἐπὶ ἵππων, στείβοντες νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας Ἰλ. Λ. 534. πρβλ. Υ. 499· στεῖβον ἐν βόθροισιν εἵματα, ἐπάτουν τὰ ἐνδύματα ἐντὸς τῶν βόθρων (πρβλ. τὸ Γερμαν. walken), [[ὅπως]] ἀποπλύνωσι καὶ καθαρίσωσιν αὐτὰ (πρβλ. τὸ κοινὸν «[[στείβω]] τὰ ῥοῦχα», [[ὅπερ]] [[ὅμως]] δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] «στύβω...» ἐκ τοῦ [[στύφω]], μεταφρ.), Ὀδ. Ζ. 92· στ. δόμον ποσὶ Ἀνθ. Π. 9. 327. 2) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., πατῶ ἢ [[βαδίζω]] ὁδὸν τινα, κέλευθον ποδὶ Εὐρ. Ἑλ. 869· [[πέδον]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 836· [[ὡσαύτως]], χοροὺς στείβουσι ποδοῖν, ἐρρύθμως κινοῦντες τοὺς πόδας, Εὐρ. Ἴων 495· νομὸν στ. Νικ. Θηρ. 609. 3) ἀπολ., πατῶ, [[βαδίζω]], κατὰ τόπον Ὕμν. Ὁμ. 18. 4· ποδὶ στ. ἀνοσίῳ Εὐρ. Ἑλ. 689· ἵνα στείβουσι κύνες ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 217, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 456. ΙΙ. καταπατῶ, ἐν τῷ παθ., [[κονία]] στειβομένα Θεόκρ. 17. 122· αἱ στειβόμεναι ὁδοί, αἱ συχναζόμεναι, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 13.
|lstext='''στείβω''': Ἐπικ. παρατ. στεῖβον Ὅμ., Ἰωνικ. στείβεσκον Κόϊντ. Σμ. 1. 352· μέλλ. στείψω Ἀπολλιν. ἐν Παλ. Διαθ.· ἀόρ. ἔστειψα (κατ-) Σοφ. Ο. Κ. 467. (Ἐκ τῆς √ΣΤΙΒ παράγονται [[ὡσαύτως]] στιβέω, στίβος, ἀστιβής, -στιβάς, στιβαρός, στιπτός, καὶ [[μετὰ]] μακρᾶς παραληγ. στῖφος, στοιβή, στοιβάζω· πιθανῶς συγγεν. τῇ √ΣΤΕΜΦ, [[στέμβω]]). Πατῶ, καταπατῶ ὑπὸ τοὺς πόδας μου, «τσαλαπατῶ», ἐπὶ ἵππων, στείβοντες νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας Ἰλ. Λ. 534. πρβλ. Υ. 499· στεῖβον ἐν βόθροισιν εἵματα, ἐπάτουν τὰ ἐνδύματα ἐντὸς τῶν βόθρων (πρβλ. τὸ Γερμαν. walken), [[ὅπως]] ἀποπλύνωσι καὶ καθαρίσωσιν αὐτὰ (πρβλ. τὸ κοινὸν «[[στείβω]] τὰ ῥοῦχα», [[ὅπερ]] [[ὅμως]] δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] «στύβω...» ἐκ τοῦ [[στύφω]], μεταφρ.), Ὀδ. Ζ. 92· στ. δόμον ποσὶ Ἀνθ. Π. 9. 327. 2) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., πατῶ ἢ [[βαδίζω]] ὁδὸν τινα, κέλευθον ποδὶ Εὐρ. Ἑλ. 869· [[πέδον]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 836· [[ὡσαύτως]], χοροὺς στείβουσι ποδοῖν, ἐρρύθμως κινοῦντες τοὺς πόδας, Εὐρ. Ἴων 495· νομὸν στ. Νικ. Θηρ. 609. 3) ἀπολ., πατῶ, [[βαδίζω]], κατὰ τόπον Ὕμν. Ὁμ. 18. 4· ποδὶ στ. ἀνοσίῳ Εὐρ. Ἑλ. 689· ἵνα στείβουσι κύνες ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 217, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 456. ΙΙ. καταπατῶ, ἐν τῷ παθ., [[κονία]] στειβομένα Θεόκρ. 17. 122· αἱ στειβόμεναι ὁδοί, αἱ συχναζόμεναι, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 13.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>I.</b> fouler aux pieds une étoffe pour la nettoyer;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> fouler aux pieds <i>en gén.</i><br /><b>2</b> fouler un chemin, le parcourir : στειβόμεναι ὁδοί XÉN chemins battus, fréquentés.<br />'''Étymologie:''' R. Στιβ &gt; Στειβ, fouler.
}}
}}