3,277,121
edits
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιρρήγνῡμι''': καὶ -γνύω (Πλουτ. Ποπλικ. 6)· μέλλ. -ρήξω. Ρηγνύω τι ὁλόγυρα, τὸν γήλοφον κύκλῳ Πλάτ. Κριτί. 113D· [[συχν]]. ἐπὶ ἐνδυμάτων, [[σχίζω]] ὁλόγυρα, [[σχίζω]] καὶ ἀφαιρῶ βιαίως ἀπό τινος, ἀποσπῶ, διαρρήξας τὸν χιτωνίσκον (τῆς γυναικὸς) ὁ [[οἰκέτης]] Δημ. 403. 3· τὴν χλαμύδα Πολύβ. 15. 33, 4. ― Μέσ., περιερρήξατο τοὺς πέπλους, διέρρηξε τὰ [[ἑαυτοῦ]] ἱμάτια, Πλουτ. Ἀντών. 77, πρβλ. Φίλωνα 2. 44· οὕτω καὶ ἀπολ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 24, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 7, 3· ― παθητ. μετ’ ἀμεταβ. πρκμ. περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων Αἰσχύλ. Θήβ. 329· ἐπὶ τῆς θήκης ἢ τοῦ ὑμένος ἐν ᾧ ἐγκλείονται τὰ νεογνὰ ἢ τὰ ἔμβρυα, περιρραγέντος τοῦ κελύφους Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 12· περιέρρωγε τὸ [[ὄστρακον]] [[αὐτόθι]] 8. 17, 10· ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἡ σχάδων... τὸν ὑμένα περιρρήξας [[[οὕτως]]] ἐκπέταται [[αὐτόθι]] 5. 22, 12· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα [[αὐτόθι]] 5. 19, 17)· [[ὡσαύτως]], [[πέτρα]] περιρραγεῖσα [[αὐτόθι]] 6. 29, 4· ἐπὶ νεκρᾶς σαρκός, [[καταρρέω]], [[ἐκπίπτω]], Ἱππ. Ἀγμ. 768. ΙΙ. [[κάμνω]] ποταμόν τινα νὰ διαχωρίσῃ τόπον τινά, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Ἰσοκρ. 227D [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]], διαιρεῖται περὶ αὐτό, διασχίζεται δηλ. εἰς πολλοὺς βραχίονας, Ἡρόδ. 2. 16, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 24· βρονταὶ περιερρήγνυντο, ἐρρήγνυντο [[περί]] τινα τόπον, Πλουτ. Κράσσ. 19· ἴδε [[περισχίζω]]. ΙΙΙ. διαρρηγνύω τι [[περί]] τι ἢ ἐπί τινος, προσαράττω, τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 114· ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Κόΐντ. Σμ. 8. 61. | |lstext='''περιρρήγνῡμι''': καὶ -γνύω (Πλουτ. Ποπλικ. 6)· μέλλ. -ρήξω. Ρηγνύω τι ὁλόγυρα, τὸν γήλοφον κύκλῳ Πλάτ. Κριτί. 113D· [[συχν]]. ἐπὶ ἐνδυμάτων, [[σχίζω]] ὁλόγυρα, [[σχίζω]] καὶ ἀφαιρῶ βιαίως ἀπό τινος, ἀποσπῶ, διαρρήξας τὸν χιτωνίσκον (τῆς γυναικὸς) ὁ [[οἰκέτης]] Δημ. 403. 3· τὴν χλαμύδα Πολύβ. 15. 33, 4. ― Μέσ., περιερρήξατο τοὺς πέπλους, διέρρηξε τὰ [[ἑαυτοῦ]] ἱμάτια, Πλουτ. Ἀντών. 77, πρβλ. Φίλωνα 2. 44· οὕτω καὶ ἀπολ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 24, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 7, 3· ― παθητ. μετ’ ἀμεταβ. πρκμ. περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων Αἰσχύλ. Θήβ. 329· ἐπὶ τῆς θήκης ἢ τοῦ ὑμένος ἐν ᾧ ἐγκλείονται τὰ νεογνὰ ἢ τὰ ἔμβρυα, περιρραγέντος τοῦ κελύφους Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 12· περιέρρωγε τὸ [[ὄστρακον]] [[αὐτόθι]] 8. 17, 10· ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἡ σχάδων... τὸν ὑμένα περιρρήξας [[[οὕτως]]] ἐκπέταται [[αὐτόθι]] 5. 22, 12· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα [[αὐτόθι]] 5. 19, 17)· [[ὡσαύτως]], [[πέτρα]] περιρραγεῖσα [[αὐτόθι]] 6. 29, 4· ἐπὶ νεκρᾶς σαρκός, [[καταρρέω]], [[ἐκπίπτω]], Ἱππ. Ἀγμ. 768. ΙΙ. [[κάμνω]] ποταμόν τινα νὰ διαχωρίσῃ τόπον τινά, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Ἰσοκρ. 227D [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]], διαιρεῖται περὶ αὐτό, διασχίζεται δηλ. εἰς πολλοὺς βραχίονας, Ἡρόδ. 2. 16, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 24· βρονταὶ περιερρήγνυντο, ἐρρήγνυντο [[περί]] τινα τόπον, Πλουτ. Κράσσ. 19· ἴδε [[περισχίζω]]. ΙΙΙ. διαρρηγνύω τι [[περί]] τι ἢ ἐπί τινος, προσαράττω, τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 114· ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Κόΐντ. Σμ. 8. 61. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> περιρρήξω, <i>ao.</i> περιέρρηξα, <i>pf.2 au sens intr.</i> περιέρρωγα;<br />briser <i>ou</i> déchirer autour : [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν LUC briser une barque contre une roche ; τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν ISOCR briser, <i>càd</i> séparer en deux branches le cours du Nil pour envelopper le pays ; <i>en parl. de vêtements</i> déchirer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιρρήγνυμμαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> déchirer sur soi : πέπλον PLUT son vêtement;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se briser autour ; éclater autour ; <i>en parl. d’un fleuve</i> se diviser en deux <i>ou</i> plusieurs branches.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ῥήγνυμι]]. | |||
}} | }} |