καπράω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καπράω''': ἐπὶ θηλειῶν ὑῶν, [[ὅταν]] ὀργῶσι πρὸς ὀχείαν καὶ ζητῶσι τὸν κάπρον, Λατ. subare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17· ─ μεταφ., εἶμαι αἰσχρὸς, [[ἀκόλαστος]], [[λάγνος]], καπρῶσα [[γραῦς]] Ἀριστοφ. Πλ. 1024, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 320· ─ [[ὡσαύτως]], [[καπρίζω]], [[καπρώζω]].
|lstext='''καπράω''': ἐπὶ θηλειῶν ὑῶν, [[ὅταν]] ὀργῶσι πρὸς ὀχείαν καὶ ζητῶσι τὸν κάπρον, Λατ. subare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17· ─ μεταφ., εἶμαι αἰσχρὸς, [[ἀκόλαστος]], [[λάγνος]], καπρῶσα [[γραῦς]] Ἀριστοφ. Πλ. 1024, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 320· ─ [[ὡσαύτως]], [[καπρίζω]], [[καπρώζω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être en rut.<br />'''Étymologie:''' [[κάπρος]].
}}
}}