κεπφόω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεπφόω''': ἐξαπατῶ, [[παγιδεύω]] εὐκόλως τινὰ ὡς [[κέπφος]], Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 234C· ― Παθ., εὐκόλως ἐξαπατῶμαι, Ἑβδ. (Παροιμ. 7. 22), Κικ. π. Ἀττ. 13. 40.
|lstext='''κεπφόω''': ἐξαπατῶ, [[παγιδεύω]] εὐκόλως τινὰ ὡς [[κέπφος]], Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 234C· ― Παθ., εὐκόλως ἐξαπατῶμαι, Ἑβδ. (Παροιμ. 7. 22), Κικ. π. Ἀττ. 13. 40.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />troubler l’esprit ; <i>Pass.</i> se laisser troubler, agir comme un sot.<br />'''Étymologie:''' [[κέπφος]].
}}
}}